Χάθηκε το Νόμπελ, για τους μικρομεσαίους

Τα έως σήμερα δεδομένα ως προς την τουριστική κίνηση, αλλά και την εμφάνιση του δευτέρου κύματος του κορονοιού, παραπέμπουν δυστυχώς σε μία δύσκολη δημοσιονομικά διετία. Με σημαντικά διευρυμένα προβλήματα σε σχέση με τις μέχρι σήμερα προβλέψεις και εξαγγελίες της κυβέρνησης. Όταν οι μέχρι σήμερα εκτιμήσεις υπολογίζουν το επίπεδο της ύφεσης στην Ε.Ε. στο 9%, η ΕΚΤ τοποθετεί αυτήν σε επίπεδο άνω του 10% και η Eurostat ανακοινώνει υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 15% σε σχέση με το αντίστοιχο β’ τρίμηνο του 2019, οι εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών για επίπεδο ύφεσης 9,5%,  πρέπει να αναπροσαρμοστούν ρεαλιστικά άμεσα.

Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από την κυβέρνηση πως θα απαιτηθούν μέτρα δραστικότερα – και καινοτόμα – πέραν των όσων ορθά ελήφθησαν κατά την πρώτη φάση της πανδημίας. Μέτρα που δεν θα πρέπει λανθασμένα να υπολογίζουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια ενίσχυσης ως γέφυρα μείωσης της φορολογίας. Υβριδικές κρίσεις απαιτούν υβριδικά μέτρα, εκτός εκείνων των παροχών και της επιδοματικής πολιτικής. Αυτά τα μέτρα έχουν την τάση να ανακουφίζουν βραχυπρόθεσμα μόνον σε περίπτωση γρήγορης ανάκαμψης της οικονομίας. Δυστυχώς όμως, δεν αναμένεται να βρεθούμε σε τέτοια φάση σύντομα. Κατά συνέπεια,  ο χειρισμός του «ενδιάμεσου» χρόνου μέχρι την ενεργοποίηση του «Ταμείου Ανάπτυξης», απαιτεί μέτρα που δίνουν ένα συνολικό στίγμα ουσιαστικής αλλαγής μείγματος της πολιτικής με αποτύπωμα που θα παραμείνει ως συνέχεια μετά την κρίση περίοδο.

Με εξαίρεση την έκθεση της επιτροπής «Πισσαρίδη» μία τέτοια φιλοσοφία ακόμα δεν έχει διαφανεί στους μέχρι σήμερα κυβερνητικούς σχεδιασμούς.  Στηριζόμενη  όμως αποκλειστικά στο πόρισμα της επιτροπής, η κυβέρνηση αναδεικνύει την πιθανότητα να μην έχει σχεδιάσει ακόμα την αναγκαία ενδιάμεση οικονομική πολιτική για το βραχυπρόθεσμο διάστημα της περιόδου 2020-22. Ικανή και αναγκαία προϋπόθεση μετάβασης σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο ως βασική συνισταμένη του οποίου θα πρέπει να αναδεικνύεται η δυναμική στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κατά τα πρότυπα που επεξεργάσθηκε η κυβέρνηση του Εμμανουήλ Μακρόν στη Γαλλία.

Παρά τον χαρακτηρισμό της ελληνικής αναπτυξιακής «ιδιαιτερότητας» ως «παθογένεια» από τους δανειστές κατά το παρελθόν, το ποιοτικό άλμα που θα φέρει την καινοτομία στη χώρα – ταυτόχρονα με το αναγκαίο restart της βιομηχανίας– θα πρέπει να αναδειχθεί μέσω της παράλληλης ανάδειξης μίας δομικά μεταλλαγμένης δυναμικής των «μικρομεσαίων» επιχειρήσεων.

Θα ήταν ίσως ιδανική ευκαιρία στην παρούσα φάση συνολικής αναγκαστικής αναδιάταξης να βρισκόμαστε στην περίοδο της «δημιουργικής καταστροφής» που περιέγραψε ο Γιοζεφ Σουμπετερ. Αυτό βέβαια θα προϋπέθετε τόσο για τις παγκόσμιες οικονομίες – όσο και την εγχώρια – προληπτικό οικονομικό προγραμματισμό ή εξειδικευμένα αντανακλαστικά αναπτυξιακής προσαρμογής τόσο για την Ευρώπη στο σύνολό της, όσο και για τη χώρα.

Οι διεθνείς οικονομίες λόγω μεγέθους και μηχανισμών αποδεικνύουν –έστω και καθυστερημένα – πως μεμονωμένα έχουν τον τρόπο προσαρμογής. Αυτό όμως, δεν έχει καταστεί δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς ως προς το Ταμείο Ανάπτυξης της Ευρώπης που αφορά τις χώρες της Ε.Ε. στο σύνολό τους. Την ίδια στιγμή που οι πολιτικές τοποθετήσεις ως προς τη στήριξη της Ε.Ε. παραπέμπουν σε έναν ιδιότυπο «αναπτυξιακό εκβιασμό».

Η Ελλάδα διαχρονικά βασιζόταν στα ευρωπαϊκά κονδύλια ή στα έκτακτα κονδύλια «διάσωσης»  χωρίς να τα εκμεταλλεύεται παραγωγικά προκειμένου να χαράξει μία ουσιαστική μακροπρόθεσμη πολιτική. Για τον λόγο αυτό φθάσαμε στο σημείο το 20% του ΑΕΠ να εξαρτάται από τον τουρισμό, χωρίς πρόβλεψη ή προγραμματισμό για στοχευμένη αναπτυξιακή πολιτική. Χωρίς επιλογές για μακροπρόθεσμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Χωρίς στόχευση χάραξης «αναθεωρητικής αναπτυξιακής στρατηγικής». Χωρίς σκέψη για «ευέλικτες» αναπτυξιακές δομές.

Σήμερα που το σαθρό αυτό μοντέλο κατέρρευσε, με επιπτώσεις που κατά την εκτίμησή μου θα είναι δυσμενέστερες από εκείνες της Ευρώπης, αρχίσαμε να συζητάμε – έστω και καθυστερημένα – μέσω των προτάσεων της «επιτροπής Πισσαρίδη» για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας. Σε κατεύθυνση όμως, που αγγίζει μόνον ένα σκέλος του παραγωγικού ιστού. Τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους μεγάλους οικονομικούς σχηματισμούς.

Μπορεί η επιτροπή να κάνει αναφορά σε συγκεκριμένα κίνητρα για συγχωνεύσεις και εξαγορές εταιρειών με στόχο τη μεγέθυνση της μέσης ελληνικής επιχείρησης ή ακόμα πιο προωθημένα να συστήνει φορολογικά κίνητρα σε νοικοκυριά που επενδύουν μακροπρόθεσμα σε ελληνικές εταιρίες που εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Αδυνατεί όμως να αγγίξει την ουσία του προβλήματος σε βάθος, που δεν είναι άλλο από τον τρόπο υλοποίησης των προτάσεων συνολικά. Για να μπορεί να αρχίσει η υλοποίηση του «μετασχηματισμού» σύμφωνα με τις προτάσεις «Πισσαρίδη» απαιτείται συνολική και δομική αλλαγή προσεγγίσεων και φιλοσοφίας. Κατά συνέπεια χρόνος προσαρμογής που πρέπει όμως να αναζητηθεί σε υβριδικά μέτρα μεσοπρόθεσμης στόχευσης.

Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα να γίνεται λόγος για κίνητρα συμμετοχής των νοικοκυριών στο χρηματιστήριο, όταν αυτό σήμερα  «συντηρείται» μόνον από μερικές δεκάδες εισηγμένων, αναδεικνύοντας την επικινδυνότητα μία «ρηχής» αγοράς και ουδείς να μην αγγίζει την ουσία του προβλήματος αυτού. Ούτε βέβαια αποτελεί διεύρυνση της αναπτυξιακής χρηματοδοτικής λογικής όταν μεγάλες επιχειρήσεις εκδίδουν ομολογιακά δάνεια ως μέσο κυρίως «ανώδυνης» αναχρηματοδότησης υφισταμένων δανειακών υποχρεώσεων με τις τράπεζες, την ίδια στιγμή που αυτές αποποιούνται του ρόλου τους ουσιαστικής χρηματοδότησης των «μικρομεσαίων».

Όταν ο Υφυπουργός κύριος Ζαββός, σύμφωνα με δημοσιεύματα, δηλώνει πως «αναζητά μία Κεφαλαιαγορά που θα συνδράμει τις τράπεζες σε μία κοινή προσπάθεια χρηματοδότησης της οικονομίας», γίνεται αντιληπτό πως από μόνη της μία τέτοια στόχευση χωρίς υποστηρικτική ουσία, κινδυνεύει να ουδετεροποιήσει τον αναγκαία διεύρυνση του χρηματιστηρίου με την συμμετοχή μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αρκεί να ανατρέξει ο κύριος Ζαββός στην πορεία των περιπτώσεων αντλήσεως κεφαλαίων, ή νέων εισαγωγών κατά την τελευταία δεκαπενταετία για να γίνει αντιληπτό πως απαιτούνται ρίξεις και τομές στο τρόπο που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα ανακτήσουν τον ρόλου που αρμόζει σε μία νέα αναπτυξιακή προσπάθεια.

Παρά τις επιμέρους τοποθετήσεις ή διαφωνίες το θετικό είναι πως έχει αρχίσει μία σοβαρή συζήτηση για την επόμενη ημέρα της ανάπτυξης του τόπου. Το πόρισμα της «επιτροπής Πισσαρίδη» αναφέρει τα αυτονόητα. Εντός όμως της πεπατημένης. Δεν αναδεικνύει τον τρόπο επίτευξης ρήξεων και αλλαγής στόχευσης. Κινείται δε με μεγαλύτερη έμφαση στην δημιουργία μεγάλων και ισχυρών σχημάτων. Αφήνοντας ίσως την ανάδειξη του ρόλου των μικρότερων και τον τρόπο ενίσχυσης και επαναπροσανατολισμού τους σε μία … άλλη επιτροπή. Να μην διαφεύγει της προσοχής μας όμως πως η ουσιαστική ανάδειξη ενός νέου ρόλου τους τους είναι δυνατόν να αποτελέσει την αναγκαία και ικανή συνθήκη που θα τις εντάξει με προοπτική στις διεθνείς αλυσίδες αξίας.

«Γαλάζια Πατρίδα» η τουρκική εκδοχή του γερμανικού επεκτατικού Lebensraum

Η κατάληξη της έκτακτης Συνόδου των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, κατά την οποία η Γερμανία δεν συμφώνησε στην έκδοση του προτεινόμενου από τον Νίκο Δένδια κοινού ανακοινωθέντος, είναι λίγο πολύ γνωστή. Αποτέλεσε όμως αφορμή για να μας υπενθυμίσει πως η χώρα που ανέδειξε την έννοια του «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) και οδήγησε τον κόσμο σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους (διεκδικώντας αυτόν τον χώρο) φαίνεται να αδυνατεί, ή να μην επιθυμεί, να εντάξει στους στόχους της την προάσπιση ενός ενιαίου «ευρωπαϊκού ζωτικού χώρου», με βάση κοινά ευρωπαϊκά σύνορα.

Αυτή ακριβώς η επιτηδευμένα καλυμμένη πολιτική απάθεια, όχι μόνον της Γερμανίας αλλά και άλλων χωρών-μελών, διαμορφώνει ένα πεδίο διεθνούς πολιτικής ατζέντας όπου ο επαναπροσδιορισμός του «ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου» θα επαφίεται πλέον στην μεμονωμένη αντίληψη κάθε χώρας-μέλους χωριστά, είτε ομάδων χωρών-μελών. Πάντοτε στην βάση προσδιορισμού ειδικών συμφερόντων κατά την περίοδο αναφοράς.

Αυτός είναι και ο λόγος που η κύρωση των συμφωνιών για την ΑΟΖ με Αίγυπτο και Ιταλία αναδεικνύουν για πρώτη φορά, μετά την κρίση των Ιμίων, μία πολιτική διεκδίκησης ζωτικού χώρου. Την τελευταία δεκαετία, που οι γεωπολιτικές ισορροπίες επαναδιαμορφώνονται, αναδεικνύεται μία ιδιότυπη ανάδειξη πολιτικών «μεταβαλλόμενων ζωτικών χώρων». Αυτό τόσο εντός της ΕΕ, όσο και εκτός, μέσω της επιδίωξης υβριδικών συμμαχιών, τις περισσότερες φορές εκτός της φαινομενικά συμφωνημένης κοινής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ.

Αυτή η δυναμική ρευστότητα από πλευράς διαμόρφωσης συμμαχιών, αλλά ανούσια από πλευράς συλλογικής πολιτικής, αρχίζει να αναδεικνύει έντονα την ουσιαστική αδυναμία της Ευρώπης να προωθήσει ενιαία εξωτερική και οικονομική πολιτική. Δυστυχώς, αν θέλουμε να αναγνώσουμε αντικειμενικά τα δεδομένα, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε μία βασική επισήμανση.

Η ΕΕ χάνει τον βηματισμό της

Ορισμένες χώρες του Βορρά (με προεξέχουσα την Γερμανία) κατά την αναζήτηση κοινής γεωπολιτικής στόχευσης, φαίνεται να αναδεικνύουν εκ νέου ως πρωτεύοντες, τους ισχυρούς ιστορικούς και εμπορικούς δεσμούς με χώρες όπως η Τουρκία, που διαχρονικά συμμετείχαν στην πορεία διεκδίκησης του «ζωτικού χώρου» τους, αγνοώντας στην ουσία κάθε έννοια ευρωπαϊκής εξωτερική πολιτικής.

Στα πλαίσια της διαφαινόμενης ιστορικά και θεσμικά μη αποδεκτής τάσης, δεν πρέπει η κυβέρνηση να συμφωνήσει σε επανέναρξη διερευνητικού διαλόγου με την Τουρκία, πριν την επιβολή κυρώσεων από πλευράς ΕΕ. Είναι δυνατόν να αποτελέσει βάση διαπραγματευτικής τακτικής, με στόχο την ανάδειξη συγκρουόμενων «ρευμάτων» αντίδρασης που επικρατούν στην παρούσα φάση.

Η ουσιαστική έκθεση των αδυναμιών ανάδειξης μίας ενιαίας πολιτικής, σε συνδυασμό με την επιλογή επιδίωξης ρήξης εντός της Ευρώπης (ως προς την πραγματική απειλή της Τουρκίας) είναι δυνατόν να μας δώσει περαιτέρω χρόνο αναδιάταξης. Αναδιάταξης σε όλα τα πεδία που αφορούν την διεκδίκηση ενός νέου συνολικού πλαισίου εθνικού «ζωτικού χώρου». Καθίσταται σαφές πως η ΕΕ έχει χάσει τον ενιαίο βηματισμό της.

Το διαπιστώσαμε στην αδυναμία λήψης απόφασης για το ενιαίο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης. Το αντιληφθήκαμε εκ νέου, μόλις πριν λίγες ημέρες, όταν η Γερμανία αρνήθηκε να συναινέσει στην έκδοση καταδικαστικού για την Τουρκία κοινού ανακοινωθέντος. Η προσχηματική εξήγηση περί «άτυπης» συνόδου (άρα μη παράγουσα πολιτική) μόνον ως αστειότητα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, την ίδια στιγμή που συγκλήθηκε έκτακτη Σύνοδος Κορυφής για την Λευκορωσία.

Η Τουρκία διεκδικεί Lebensraum

Η πιθανότερη –κατά πολλούς– αιτία ήταν η χωρίς ενημέρωση υπογραφή του μνημονίου κατοχύρωσης τμήματος του εθνικού μας «ζωτικού χώρου», μέσω της μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Αυτή ακριβώς η αντίδραση για την κατά πολλά έτη καθυστερημένη ανακήρυξη και οριοθέτηση της ΑΟΖ, τόσο με την Αίγυπτο, όσο και με την Ιταλία, μας υποχρεώνει πλέον σε μία βίαιη στροφή προς τον ρεαλισμό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι συνειδητοποιούμε πως η σύγκρουση με την Τουρκία είναι αναπόφευκτη. Το ζητούμενο είναι το πότε ακριβώς θα επέλθει.

Διαχρονικά λάθη και η διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής στην βάση πρόσκαιρου κατευνασμού, το μόνο που πέτυχαν ήταν να κερδίσει τον χρόνο η Τουρκία για να προετοιμασθεί και να προβάλει την πολιτική της διεκδίκησης «ζωτικού χώρου» εις βάρος της Ελλάδος. Χάσαμε το πλεονέκτημα πρωτοβουλιών ανάδειξης μίας επικαιροποιημένης ατζέντας διεκδίκησης ενός εθνικού «ζωτικού χώρου».

Η επιλογή της Τουρκίας προς την κατεύθυνση αυτή, με βάση το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» δεν είναι τυχαία. Εντάσσεται στα πλαίσια των συντελούμενων γεωστρατηγικών ανακατατάξεων και της ανάδειξης μεταβαλλόμενων «ζωτικών χώρων». Χάσαμε το στοιχείο εκείνο που επέτρεψε στην Ελλάδα να μεγεθύνει τα σύνορά της, μετά τον αποτυχημένο πόλεμο του 1897. Η δε κρίση του 2009 μας αφαίρεσε την δυνατότητα συνέχισης της στρατηγικής οικονομικής παρουσίας μας στην Βαλκανική.

Τέλος των ψευδαισθήσεων

Είναι γνωστό όμως, πως η Ελλάδα πετύχαινε τους στόχους της, όταν προωθούσε την δική της διεκδίκηση «ζωτικού χώρου». Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η εκστρατεία στην Ουκρανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που επέτρεψε την απόβαση στην Σμύρνη, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα πολιτικής διεκδίκησης. Ζωτικό χώρο μας παρείχε τόσο η ένταξη στην ΕΕ, όσο και στο ευρώ.

Εξελίξεις που κατέληξαν να μας ενισχύσουν ως προς το οικονομικό και αναπτυξιακό σκέλος, να μας περιορίσουν όμως ως προς την ουσιαστική διεκδίκηση ενός ανεξάρτητου εθνικού «ζωτικού χώρου». Η οικονομική κρίση διέλυσε ό,τι είχε απομείνει. Η αδράνεια προέκυψε από την ψευδαίσθηση ότι η Ευρώπη είχε την δυνατότητα και την θέληση να διαμορφώσει ένα πεδίο ενιαίου και ισχυρού ζωτικού χώρου.

Αυτή η προοπτική ίσως ήταν ορατή την περίοδο που η παγκόσμια ισορροπία ισχύος επηρεαζόταν από το δίπολο ΗΠΑ και Ρωσίας. Σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει σημαντικά με την ανάδειξη τριών πόλων ισχύος και ικανού αριθμού περιφερειακών δυνάμεων που διεκδικούν ρόλο στην νέα διεθνή πραγματικότητα, μέσα από υπερεπέκταση. Ξέχασαν οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών πως η μόνη άμυνα είναι η ανάδειξη μαξιμαλιστικών διαπραγματευτικών και στρατηγικών θέσεων και όχι το «γκριζάρισμα».

Κατά συνέπεια καθίσταται επιτακτική ανάγκη ο επαναπροσδιορισμός εθνικής ατζέντας, στην βάση δυναμικής διεκδίκησης ενός νέου εθνικού «ζωτικού χώρου». Άλλωστε, η οριοθέτηση διεκδικήσεων «ζωτικού χώρου» παραμένει ισχυρή, όταν αυτή σχεδιάζεται με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Το Ισραήλ και η Τουρκία αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα μίας τέτοιας πολιτικής. Στην Ελλάδα επιλέξαμε την εύκολη διέξοδο της αδυναμίας αντίληψης της πραγματικότητας, χάριν μίας βραχυπρόθεσμης ευμάρειας. Χρόνος για να αντιληφθούμε την σκληρή νέα πραγματικότητα δεν περισσεύει.

Μικροχρηματοδοτήσεις. Αλήθεια για ποιους και από ποιους;

Όταν με βάση στοιχεία της ΓΣΕΒΕΕ μόλις το 30% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχει επενδύσει τα τελευταία χρόνια σε ψηφιακό εξοπλισμό  αναδεικνύεται μία συνολική ανάγκη ποιοτικής χρηματοδοτικής επανένταξης των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε μία λειτουργική και αναπτυξιακή κανονικότητα. Για να γίνει αυτό όμως απαιτείται να υπάρχουν πρακτικά εφαρμόσιμες και αποτελεσματικές διέξοδοι στην αδυναμία των τραπεζών να παρέχουν αυτής την μορφή στήριξης στην παρούσα φάση.

Το νομοσχέδιο για τις μικροχρηματοδοτήσεις  κατά συνέπεια, σε θεωρητική βάση, προφανώς είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Άλλωστε, κάθε νέο «χρηματοδοτικό» εργαλείο μόνον ενίσχυση της προσπάθειας στήριξης της επιχειρηματικότητας μπορεί να προσφέρει και είναι σίγουρα καλοδεχούμενο. Αρκεί να συμφωνήσουμε όλοι κάποια στιγμή πως η ουσιαστική στήριξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δεν πρέπει να αποτελεί προσαρμογή εξαναγκασμένης πολιτικής, αλλά την ουσιαστική βάση κάθε νέας αναπτυξιακής προσπάθειας. Ας μην ξεχνάμε άλλα αντίστοιχα «καλοπροαίρετα» εγχειρήματα όπως το crowdfunding, την περίοδο που οι υποστηρικτές αυτής της μορφής συγκέντρωσης κεφαλαίων θεωρούσαν πως θα έλυνε το πρόβλημα εξεύρεσης κεφαλαίων για μικρές νεοφυείς επιχειρήσεις. Το εγχείρημα που θεσμοθετήθηκε μετά βαΐων και κλάδων χάθηκε ως ιδέα ως άλλη μία ουτοπική ανάγνωση δεδομένων από τον νομοθέτη.

Εάν η κυβέρνηση έχει αντιληφθεί – είτε μέσω των προτάσεων της επιτροπής Πισσαρίδη, είτε με δικές της πολιτικές στοχεύσεις – πως στη νέα αναπτυξιακή φάση της χώρας που θα υποστηριχθεί από το «Αναπτυξιακό Ταμείο», η έμφαση πρέπει να δοθεί σε άλλες παραγωγικές στοχεύεις εκτός τουρισμού και άλλων «παραδοσιακών» θεωρήσεων, με στόχο τη δημιουργία «ήπιων» δομών βιομηχανικής παραγωγής, τότε η ανάδειξη κάθε μορφής νέων χρηματοδοτικών φορέων και εργαλείων καθίσταται επιτακτική ανάγκη.

Εφόσον ο νόμος για τις μικροχρηματοδοτήσεις έχει στόχο τη στήριξη σε πρώτο βαθμό των πραγματικά μικρών επιχειρήσεων, τότε μένει να αποδειχθεί στην πράξη ότι όλοι όσοι θα εμπλακούν με τη νέα φάση ανάπτυξης της χώρας έχουν διαμορφωμένη συναντήληψη για τη βαρύτητα που πρέπει να δοθεί στην επανάκαμψη της παραγωγής των μικρών και μικρομεσαίων. Ή κατά μία άλλη προσέγγιση στην αναδιάταξη της στόχευσης ως προς τη στήριξη της επιχειρηματικότητας των μικρών και οικογενειακών επιχειρήσεων.

Ειλικρινά δεν γνωρίζω αν υπάρχουν στελέχη στην κυβέρνηση με αυτή την πολιτική στόχευση ή εμπειρία. Σίγουρα έχει αναπτυχθεί μία κριτική προσέγγιση έναντι των τραπεζών που μέχρι σήμερα αδυνατούν να εκπληρώσουν τον ρόλο τους. Όμως δεν αρκεί καθώς για άλλη μία φορά δεν μπορώ παρά να εκφράσω τον προβληματισμό μου για τον τρόπο που οι τράπεζες λειτούργησαν για την κατανομή του ΤΕΠΙΧ Ι & ΙΙ. Μπορεί ο Υπουργός Ανάπτυξης να απείλησε επί της ουσίας με «παρεμβάσεις» και τιμωρίες των ιδιωτικών κατά τα άλλα τραπεζών, όμως για να είμαστε ρεαλιστές με ποια αιτιολογία θα μπορούσε να παρέμβει σε ιδρύματα που έχουν δικούς τους κανόνες πιστοδοτήσεων καθώς και εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας;

Εκτιμώντας πως οι καλές προθέσεις είναι εμφανείς, άνευ δυνατότητας υλοποίησης όμως, με βάση την υφιστάμενη δομή των χρηματοδοτικών φορέων, είναι ανάγκη ή όποια θεσμοθέτηση μέτρων παραγωγικής «παράκαμψης» του υφιστάμενου συστήματος των τραπεζών να βασίζεται σε πραγματοποιήσιμη βάση υλοποίησης. Ίσως ο νομοθέτης βασίσθηκε στο γεγονός πως σε χώρες που έχει θεσμοθετηθεί η μικροχρηματοδότηση έχει αποδειχθεί ανθεκτική κατά τη διάρκεια των οικονομικών κρίσεων. Αξίζει να υπενθυμισθεί όμως, πως στην παρούσα φάση είναι λάθος να παρουσιάζονται τα μικροδάνεια ως χρηματοδοτική διέξοδος για μικροεπαγγελματίες και ανέργους. Για τις κατηγορίες αυτές υπάρχουν διεθνώς άλλες διέξοδοι καθώς ορθώς αναζητούνται – έστω και καθυστερημένα – για την ένταξη στο σύστημα παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας ενός μεγάλου τμήματος του ενεργού πληθυσμού της χώρας που σήμερα δεν έχει πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό ώστε οι πολίτες αυτοί να γίνουν συμμέτοχοι στο εγχείρημα της ανάκαμψης της οικονομίας. Η ύπαρξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Μικροχρηματοδοτήσεων (Progress) αποτελεί μία βάση στήριξης της πιστοδοτικής αβεβαιότητας που προκύπτει μέσω παροχής εγγυήσεων. Θα χρειασθεί μεγάλο διάστημα όμως – στην περίπτωση που τελικά δημιουργηθούν φορείς μικροπιστώσεων – για να φθάσουμε στο σημείο αναζήτησης εγγυήσεων.

Προτάσεις για εναλλακτικούς χρηματοδοτικούς φορείς με δυνατότητα αποτελεσματικής παρέμβασης στην αναπτυξιακή προσπάθεια, καθώς και η ανάδειξη νέων χρηματοδοτικών εργαλείων υπάρχουν. Παρά το γεγονός ότι τα ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων μπορεί να λειτουργήσουν σαν ένας τέτοιος φορέας, εκτιμώ πως η παρούσα οικονομική συγκυρία λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγων για την ίδρυση τέτοιων επιχειρήσεων. Αρκεί να θυμηθούμε πως ως μορφή μικροχρηματοδότησης λειτουργούσαν οι πιστωτικές κάρτες που χωρίς έλεγχο και προϋποθέσεις οι τράπεζες «χάριζαν» στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. Σήμερα αυτά τα άνευ εξασφαλίσεων δάνεια αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των κόκκινων καταναλωτικών δανείων.

Κατά συνέπεια, εν μέσω της συνολικής κριτικής στάσης της κυβέρνησης έναντι των τραπεζών το νομοσχέδιο για τις «μικροχρηματοδοτήσεις» αναδεικνύει μία αντίφαση. Οι καινοτόμες ρυθμίσεις – αν θεωρήσουμε πως για τη χώρα μας τα μικροδάνεια αποτελούν χρηματοδοτική καινοτομία – πρέπει να έχουν την δυνατότητα υλοποίησης ή αποτελεσματικής εφαρμογής. Στην παρούσα συγκυρία ποιος επενδυτής θα αποτολμήσει να ιδρύσει ένα φορέα που εν μέσω κρίσης  –   χωρίς εγγυήσεις και εξασφαλίσεις – θα χρηματοδοτεί ότι επί της ουσίας αδυνατούν ή δεν θέλουν να χρηματοδοτήσουν οι τράπεζες; Κοινώς ιδιώτες ή μικρές με προβληματικό τις περισσότερες περιπτώσεις ιστορικό. Με ποια συλλογιστική θα ιδρυθούν τέτοιοι φορείς και με ποια στρατηγική στόχευση; Άλλωστε δεν καταγράφονται ως συνεταιριστικές προσπάθειες, ούτε βέβαια εντάσσονται στις δραστηριότητες των κοινωνικών συνεταιρισμών.

Μπορεί η ψήφιση του νομοσχεδίου να δημιουργεί κάποιες ελπίδες για την εδραίωση ενός κλάδου που θα μπορούσε να βοηθήσει στην παροχή ρευστότητας των μικρών επιχειρήσεων. Στην παρούσα φάση όμως, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει λύση άμεσα υλοποιήσιμη. Με στόχο την ανάδειξη φορέων που θα μπορούσαν ανά Περιφέρεια να δράσουν ως καταλυτικοί παράγοντες παροχής ρευστότητας υπάρχουν άλλες προτάσεις που βρίσκονται στο στάδιο της διαμόρφωσης από ομάδα τεχνοκρατών με στόχο την δημιουργία Περιφερειακών χρηματοδοτικών φορέων. Για τον σκοπό αυτό ίσως ήταν μία καλή ιδέα το Υπουργείο Οικονομικών να δημιουργήσει μία ομάδα εργασίας (task force) που να αναλάβει συντονισμένα να εξετάσει και να αναδείξει άμεσα υλοποιήσιμες προτάσεις και να μην αυτοπεριορίζεται σε λύσεις χωρίς δυνατότητα αμέσου αποτελέσματος.

Η μάχη επαναδιεκδίκησης του «προοδευτισμού» μόλις τώρα ξεκίνησε

Μέσα από την αντιμετώπιση της πανδημίας εισήλθαμε βίαια σε αχαρτογράφητα πεδία. Η εργασία από το σπίτι διαμορφώνει ένα νέο «προοδευτικό» κατά μία έννοια εργασιακό περιβάλλον. Η ρύθμιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων με την νέα αυτή μορφή είναι εκτός καθιερωμένων συνδικαλιστικών αντιλήψεων. Άρα και αντιδράσεων.

Η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου ως προωθημένη «προοδευτική» διαδικασία αμεσότερης εισόδου των προϊόντων στην αγορά και την εν γένει διευρυμένη και ποιο ενημερωμένη καταναλωτική βάση, εγκυμονεί τον κίνδυνο πλήρους ελέγχου της διεθνούς εμπορικής δραστηριότητας από τις τεράστιες σε μέγεθος και αξία πολυεθνικές του ηλεκτρονικού εμπορίου. Γεννάται το ζήτημα νέου «προωθημένου» και «προοδευτικού» τρόπου προστασίας των καταναλωτών ή ελέγχου του νέου πλαισίου κεκαλυμμένης χειραγώγησης του εμπορίου.

Η συζήτηση περί της χρήσης και προμήθειας του εμβολίου κατά του covid-19, ειδικά από μεγιστάνες του πλούτου όπως ο Bill Gates, διαμορφώνει ένα νέο προοδευτικό πεδίο πραγματικής ή φαινομενικής ευαισθησίας από εκείνους στους οποίους αντιστοιχεί το 1% του παγκόσμιου πλούτου.

Η ανάδειξη ευαισθησιών ή «προοδευτικών» πολιτικών για την πράσινη ανάπτυξη από πλευράς ομάδων πολιτικών που παραδοσιακά χαρακτηρίζονται ως συντηρητικοί σηματοδοτεί νέες τάσεις και δεδομένα που είναι δυνατόν να προκαλέσουν σύγχυση στους μέχρι σήμερα νοούμενους ως προοδευτικούς.

Καθίσταται σαφές πλέον πως οι διεθνείς συγκυρίες και κρίσεις σηματοδοτούν ιστορικές μεταλλάξεις. Τα πάντα πλέον προσδιορίζονται και οριοθετούνται εκ νέου με βάση την «ταχύτητα προσαρμογής». Αυτό από μόνο του ως δεδομένο σηματοδοτεί μία νέα πολιτική προσέγγιση εναρμονισμένη αναγκαστικά πλέον με την ταχύτητα των οικονομικών επιπτώσεων. Η δε ταχύτητα της πληροφορίας δημιουργεί πλέον την «προοδευτική» αναγκαία σύνθεση προσαρμογών επιβίωσης.

Δυστυχώς, τα μέχρι σήμερα αντανακλαστικά του παραδοσιακά αποκαλούμενου ως προοδευτικού χώρου έχουν επιτρέψει, μέσω της ανάδειξης προωθημένων και καινοτόμων πολιτικών, την διεκδίκηση του προοδευτισμού από χώρους πολιτικούς που μέχρι σήμερα δογματικά απείχαν από την διαδικασία ενός ιστορικού εκσυγχρονισμού. Η κρίση επέσπευσε την ταχύτατη μετάλλαξη και την ανάδειξη κουλτούρας προσαρμογών.

Η διαμόρφωση «κουλτούρας» άλλωστε, αποτελεί το σημαντικότερο συστατικό στοιχείο στον αναπτυξιακό σχεδιασμό μίας χώρας. Η μέχρι σήμερα «κουλτούρα» ευκρινούς διαφοροποίησης προοδευτικών και συντηρητικών πολιτικών επέφερε μόνον ελάχιστα αποτελέσματα ως προς τον οικονομικό μετασχηματισμό της χώρας τα τελευταία δέκα χρόνια με γνώμονα τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κρίσης πανδημίας. Ο μέχρι σήμερα διακριτός αυτός διαχωρισμός διευκόλυνε την διατήρηση πολιτικών ομογενοποιήσεων και συμπτύξεων αλλά και οικειοποίησης συγκεκριμένων πολιτικών. Αυτό σήμερα αλλάζει.

Η κρίση της πανδημίας προκαλεί την ταχύτερη αναδιάταξη (δημιουργική καταστροφή) παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων, ανακατανομή πόρων και θέσεων εργασίας. Ο χρόνος αντίληψης και προσαρμογής θα δώσει τον τόνο και το στίγμα της ανάκαμψης. Στον αντίποδα ο κίνδυνος «παγίδας αδράνειας» είναι δυνατόν να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία και μόνιμη ιστορική οπισθοδρόμηση.

Αυτή η «παγίδα αδράνειας» τείνει να εξελιχθεί σε χαρακτηριστικό του μέχρι σήμερα λεγόμενου προοδευτικού χώρου στην βάση μειωμένων αντανακλαστικών προσαρμογής, ελάχιστης παραγωγής ουσιώδους πολιτικής και αντίληψης των εξελίξεων. Η «δημιουργική καταστροφή» μπορεί να προκαλέσει αναπτυξιακή επανεκκίνηση υπό την προϋπόθεση άμεσης υιοθέτησης προοδευτικών και προωθημένων πολιτικών προσαρμογής. Στην χώρα μας συντελέσθηκε μόνον η καταστροφή από τα μνημόνια χωρίς την παράλληλη ανάδειξη δημιουργικών πολιτικών και υποβάθρου ανάπτυξης. Η κρίση της πανδημίας όμως φαίνεται να αλλάζει αυτά τα δεδομένα. Χωρίς όμως την παρουσία των παραδοσιακά προοδευτικών.

Αυτονόητα, όσοι αναλώνονται – εν μέσω κρίσεων – στην επικοινωνιακή αναζήτηση εννοιών και ταυτοτήτων πολιτικού προσδιορισμού και μόνον, αδυνατούν να αντιληφθούν πως η εξέλιξη της πολιτικής εν μέσω πανδημίας, νέας μορφής παγκοσμιοποίησης που συνεχώς μεταλλάσσεται, τεχνολογικής επανάστασης και υβριδικών κρίσεων, εστιάζεται εκ των πραγμάτων στο βασικό πλέον διακύβευμα ανάδειξης «προοδευτικών» πολιτικών με το βλέμμα στις μελλοντικές εξελίξεις.

Όποιος συνεχίσει να θεωρεί ως δεδομένη την κληρονομικώ δικαίω ή λόγω «ταμπέλας» εννοιολογική ταύτιση της «προόδου» μόνο με την «αριστερά» ή με την «κεντροαριστερά» στην νέα εποχή της πανδημίας, κινδυνεύει πολύ σύντομα να βρεθεί εκτός της ουσιαστικής συζήτησης των πολιτικών αφηγημάτων του μέλλοντος. Η μάχη για την επαναδιεκδίκηση του προοδευτισμού μόλις τώρα αρχίζει. Άλλωστε, όπως η ιστορία μεταλλάσσεται, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να προσαρμόζονται και οι ιδεολογικές προσεγγίσεις. Πρέπει να εκσυγχρονίζονται στην βάση των απαιτήσεων των καιρών.

Σήμερα η ιστορική ανάγκη πρακτικότητας και αποτελεσματικότητας στην διαμόρφωση πολιτικών κρίσης παίρνει νέα μορφή. Καθίσταται επιτακτική ανάγκη συνύπαρξης και ορισμού ενός νέου «κρίσιμου μείγματος» αποτελούμενου από μέτρα κοινωνικής στήριξης, ανάδειξης νέας επιχειρηματικότητας, και προσδιορισμού του πραγματικού πεδίου εύρους λειτουργίας των πολιτών. Το κεντρικό αφήγημα κάθε φορά που θέλει να βλέπει το πολιτικό μέλλον ως βάση διαμόρφωσης θετικής πολιτικής για την κοινωνία και τον τόπο πρέπει να είναι απαλλαγμένο από «τσιτάτα» και πολιτικές φιοριτούρες του παρελθόντος, ελλείψει πραγματικής πολιτικής πρότασης.

Άλλωστε, οι έννοιες «προοδευτικός» και «συντηρητικός» στην οικονομία και την πολιτική της κρίσης της πανδημίας δεν χαρακτηρίζουν ομάδες ως «ποδοσφαιροποίηση» εννοιών. Πρέπει να χαρακτηρίζουν την διάθεση και αποτελεσματικότητα υλοποίησης μέτρων του «κρίσιμου μείγματος». Κατά την έννοια αυτή η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας ως Έλληνες είναι να κτίσουμε εκ νέου τις δομές μας. Όχι μόνον οικονομικές και παραγωγικές. Κυρίως κοινωνικές. Άλλωστε, η ανασυγκρότηση ξεκινάει από την βάση. Μέσα από το κτίσιμο αυτό, τις διαφορετικές προσεγγίσεις, θεωρητικές και πρακτικές εκτιμήσεις, θα πρέπει να επανδιατυπωθεί η νέα πολιτική θεωρία. Με εκ νέου οριοθέτηση του τι είναι «προοδευτικό» και τι όχι.

Το μοντέλο ανάπτυξης, όσο και το μοντέλο διακυβέρνησης σταδιακά θα πρέπει να μεταλλαχθούν. Στην συζήτηση αυτή όποιος δεν συμμετέχει και απλά ασκεί κριτική απλά παραδίδει την προοδευτικότητα προς χρήση σε εκείνους που θα προωθήσουν τις νέες αυτές πολιτικές. Όσοι απέχουν κατά συνέπεια, από την «μάχη» της διαμόρφωσης της νέας οικονομικοκοινωνικής πλατφόρμας κινδυνεύουν να χάσουν το δικαίωμα διεκδίκησης της «προοδευτικής» ταυτότητας.

Εισήλθαμε βίαια μετά την πρώτη φάση αντιμετώπισης της πανδημίας σε αχαρτογράφητα νερά. Όταν οι πολίτες αποφασίσουν να απομακρυνθούν με την ψήφο τους από διαχρονικές πολιτικές μετριότητες της εξουσίας και εμπιστευθούν τον ουσιαστικό και όχι θεωρητικά «προοδευτικό» λόγο και πολιτική αποτελεσματικότητα βάση προτάσεων και όχι ιστορικοπολιτικών θέσφατων και ταμπελών, τότε μπορεί να υπάρξει πραγματική σύνθεση προοδευτισμού με γνώμονα το μέλλον του τόπου μας.

Ο προοδευτικός πολιτικός λόγος δεν χρειάζεται χαρτί για να αποτυπώσει τις δοξασίες του παρελθόντος. «Χάρτα» ειλικρίνειας και υγιούς προσαρμογής αναζητείται προσαρμοσμένη στην ιστορική μετάλλαξη των κοινωνικών δομών, των γεωστρατηγικών δεδομένων και των διεθνών οικονομικών εξελίξεων.

Ποιος είναι ο πραγματικά προοδευτικός

Όσοι αναλώνονται –συνήθως εν μέσω κρίσεων– στην επικοινωνιακή αναζήτηση εννοιών και ταυτοτήτων πολιτικού προσδιορισμού, όπως προοδευτικός, αδυνατούν να αντιληφθούν πως η εξέλιξη της πολιτικής εν μέσω πανδημίας, νέας μορφής παγκοσμιοποίησης που συνεχώς μεταλλάσσεται, τεχνολογικής επανάστασης και υβριδικών κρίσεων, εστιάζεται εκ των πραγμάτων στο βασικό πλέον διακύβευμα ανάδειξης «προοδευτικών» πολιτικών με το βλέμμα στις μελλοντικές εξελίξεις.

Όποιος συνεχίσει να θεωρεί ως δεδομένη την κληρονομικώ δικαίω ή λόγω «ταμπέλας» εννοιολογική ταύτιση της «προόδου» μόνο με την «αριστερά» ή με την «κεντροαριστερά» στη νέα εποχή της πανδημίας, κινδυνεύει πολύ σύντομα να βρεθεί εκτός της ουσιαστικής συζήτησης των πολιτικών αφηγημάτων του μέλλοντος. Η μάχη για την επαναδιεκδίκηση του προοδευτισμού μόλις τώρα ξεκίνησε.

Άλλωστε, όπως η ιστορία μεταλλάσσεται, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να προσαρμόζονται και οι ιδεολογικές προσεγγίσεις. Πρέπει να εκσυγχρονίζονται στην βάση των απαιτήσεων των καιρών. Προφανώς κάθε πολιτική ορολογία διαμορφώνεται από συγκεκριμένο υπόβαθρο και σαφές θεωρητικό στίγμα. Στίγμα όμως, που επί της ουσίας δεν λέει τίποτα σήμερα στον αγωνιζόμενο πολίτη για την καθημερινότητα, ειδικά μετά την πανδημία και την αναμενόμενη οικονομική κρίση.

Η βάση της πολιτικής κάθε φορέα θα πρέπει να αποτελεί σίγουρα πεδίο ζυμώσεων όταν φθάσει ο καιρός. Η ουσιαστική ζύμωση όμως, πρέπει να γίνει –έπρεπε να έχει γίνει από καιρό– με την καθημερινότητα του πολίτη και την αδυναμία του να αντιληφθεί «γιατί φθάσαμε ως εδώ». Ερώτημα που ουδείς πολιτικός σήμερα τολμά να απαντήσει με ειλικρίνεια.

Ο τρόπος με τον οποίο θα απαντηθεί αυτό το καθοριστικό ερώτημα, καθώς και η επακόλουθη στόχευση των λύσεων, αποτελούν την ουσία της επιτυχίας κάθε νέου εγχειρήματος ή κάθε προσπάθειας προσδιορισμού «προοδευτικής» ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας. Άλλωστε, το πρώτο με το οποίο θα πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε είναι το γεγονός πως την περίοδο των Μνημονίων δεν υπήρχαν θεωρητικές προεκτάσεις, αλλά μόνο η πρακτικότητα και αμεσότητα των επιβαλλόμενων μέτρων εξόδου από την κρίση.

Αρκεί ένας Νομπελίστας για μία δομική επανεκκίνηση της ανάπτυξης;

Προ κρίσης των «μνημονίων» η Ελλάδα ευτύχησε να αναπτύξει μία ιδιαίτερη οικονομική και αναπτυξιακή διπλωματική διείσδυση μέσω τραπεζικών εξαγορών, τόσο στα Βαλκάνια, όσο και την Τουρκία. Μία ειδικού τύπου διπλωματία που έδωσε στην χώρα την δυνατότητα να πρωτοστατήσει σε πολλά επίπεδα διεθνούς οικονομικής συνεργασίας.

Ήταν η εποχή που το χρήμα έρρεε προς τις Ευρωπαϊκές οικονομίες ως συνειδητή αναπτυξιακή πολιτική και όχι ως αναγκαία μεθοδολογία νομισματικής πολιτικής αποτροπής κρίσης. Πολιτική που ακολουθήθηκε συνετά παρά το γεγονός ότι ο τότε Πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ κατά την διάρκεια της κρίσης του 2007 παρέμεινε θιασώτης του σταθερού «εναρμονισμένου» δείκτη τιμών του καταναλωτή.

Η πρώτη προσέγγιση νομισματικής χαλάρωσης που εφαρμόσθηκε από την ΕΚΤ σε κεκαλυμμένη μορφή, έδωσε την δυνατότητα σε πολλές χώρες να ευνοηθούν σημαντικά από την παρεχόμενη φθηνή αναπτυξιακή ρευστότητα προς το τραπεζικό σύστημα. Ιδίως εκείνες που είχαν την ικανότητα να την διαχειριστούν με σύνεση και μακροπρόθεσμο οικονομικό προγραμματισμό και αντίστοιχη δημοσιονομική πειθαρχία. Εκτοτε πέρασαν χρόνια και κρίσεις για να βρεθούμε από το απόγειο μίας ιδιαίτερα δυναμικής αναπτυξιακής διείσδυσης στα τάρταρα της παρ ολίγον τραπεζικής διάλυσης.

Οι εξελίξεις από την αναμενόμενη αντίδραση των Ευρωπαίων στην κρίση, λόγω πανδημίας, προβλέπεται να φέρει την χώρα σύντομα «αντιμέτωπη», μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες, με μία νέα αναπτυξιακή πρόκληση: Την στρατηγική στόχευση, ουσιαστική αξιοποίηση και διοχέτευση δεκάδων δισεκατομμυρίων, που θα προέλθουν από τον υπό διαμόρφωση νέο Αναπτυξιακό Ταμείο, στην πραγματική οικονομία. Είμαστε προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο αυτό; Ίσως όχι. Είμαστε υποχρεωμένοι όμως να κερδίσουμε «αναπτυξιακό χρόνο» διατηρώντας την κοινωνική συνοχή εν αναμονή μίας βαθιάς βραχυπρόθεσμης κρίσης, το εύρος της οποίας δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί επί του παρόντος.

Όσοι πολιτικοί ή οικονομολόγοι, ασκούν κριτική για την μη άμεση και ολοκληρωτική παροχή ενισχύσεων σε όλη την έκφανση των οικονομικών δραστηριοτήτων, είτε δεν γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας της ύφεσης «εν αναμονή», είτε θέτουν τα πολιτικά κριτήρια υπεράνω μίας προσγειωμένης –βραχυπρόθεσμα σκληρής- υποστηρικτικής οικονομικής πολιτικής. Αναμένεται να βρεθούμε ως χώρα με την μεγαλύτερη διάθεση αναπτυξιακών κονδυλίων από την περίοδο των περίφημων ΜΟΠ. Την ίδια στιγμή που η εξάλειψη διαχρονικών αναπτυξιακών παθογενειών και στρεβλοτήτων αναδεικνύεται σε δύσκολη εξίσωση.

Η Επιτροπή Σοφών υπό την προεδρία του Νομπελίστα Χριστόφορου Πισσαρίδη θα μπορούσε να προσφέρει την «επιστημονική θωράκιση» των σχεδιαζόμενων πρωτοβουλιών εν όψει των κεφαλαίων του νέου Αναπτυξιακού Ταμείου. Το Νόμπελ που του απονεμήθηκε για την συνεισφορά του στην θεωρία «αναζήτησης τριβών», σίγουρα παραπέμπει στις συνεχείς και διαχρονικές τριβές των παραμέτρων εκείνων που αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χώρας.

Το νέο ύφος της Ευρωπαϊκής πολιτικής ως προς την διαχείριση της επερχόμενης οικονομικής κρίσης ενώ είναι ουσιωδώς υποστηρικτική – σε αντίθεση με την περίοδο 2007-8 – ειδικά προς την Ελλάδα, κινδυνεύει να μας εγκλωβίσει για μία ακόμα φορά στον χώρο της βραχυπρόθεσμης οικονομικής αυταρέσκειας. Διαμορφώνεται ένας ιδιότυπος «αναπτυξιακός εκβιασμός», όπου όλοι οι παράγοντες ωθούν προς μία κατεύθυνση, την ίδια στιγμή που οι δομές και φιλοσοφία πολλών θεσμικών φορέων και λειτουργιών ταυτίζονται με πρακτικές αγκυλώσεων, καθυστερήσεων, βολέματος και γενικώς έλλειψης οράματος.

Τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ είναι πολλά και χρειάζεται να δημιουργηθεί μια διαφορετική δομή, η οποία να διασφαλίζει την αξιοποίησή τους. Τα υπάρχοντα σχήματα δεν αρκούν. Είτε δεν έχουν την δυνατότητα, είτε δεν θέλουν. Με δυσκολίες απορροφάται το παλιό ΕΣΠΑ. Οι συνθήκες σε αυτή τη συγκυρία δημιουργούν μια πραγματικά μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα, εφόσον αξιοποιηθεί σωστά. Απαιτούνται αλλαγές ουσίας όμως, καθώς η διαχείριση κονδυλίων που μπορούν να αλλάξουν την Ελλάδα δεν γίνεται να αφεθεί στους αργοκίνητους και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς των υπουργείων. Προκειμένου να υπάρξει αποτέλεσμα και έργο χρειάζεται μια νέα δομή, με εμπειρία αγοράς, διευρυμένες δικαιοδοσίες και συντονιστικό ρόλο υλοποίησης.

Στην παρούσα φάση – παρά την διατήρηση της πανδημίας- αναδεικνύονται δεδομένα που θα ήταν δυνατόν να δομήσουν ένα επικίνδυνο πεδίο εφησυχασμού. Ο συνδυασμός της σύστασης “overweight” για τα κρατικά ομόλογα από οίκους αξιολόγησης, η παρεχόμενη ρευστότητα των 35 δις προς το τραπεζικό σύστημα που διασφαλίζεται μέσω TILTROs, καθώς και τα δεκάδες δίς του Αναπτυξιακού Ταμείου αναδεικνύουν μία κολοσσιαία ευκαιρία που υπό τις παρούσες συνθήκες και νοοτροπίες δύσκολα θα αξιοποιηθούν στον βαθμό που πρέπει. Όπως όμως το τραπεζικό σύστημα την περίοδο που «κυρίευε τα Βαλκάνια» χωρίς μακροπρόθεσμη στόχευση, κατέρρευσε, κατά την ίδια λογική υπάρχει ο κίνδυνος οι λάθος αναγνώσεις και οι συντεχνιακές προσεγγίσεις του νέου αναπτυξιακού αφηγήματος θα διαμορφώσουν την επόμενη σαθρή βάση της οικονομίας.

Μπορεί η διάθεση και η γνώση από τον Νομπελίστα πρόεδρο της Επιτροπής Σοφών καθώς και των υπολοίπων μελών να υπάρχει. Αν όμως δεν διαμορφωθεί πεδίο ρήξεων και τομών από πλευράς της πολιτικής ηγεσίας, τότε άλλη μία ευκαιρία θα πάει χαμένη. Ερωτήματα προς την κατεύθυνση αυτή θα αναδεικνύονται συνέχεια όσο δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί μία ξεκάθαρη αναπτυξιακή πολιτική: Με ποια στρατηγική θα διοχετευθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια; Πως θα δημιουργηθούν νέες επενδυτικές & αναπτυξιακές τράπεζες και ελληνικά funds; Με ποια διαδικασία και ποια χρηματοπιστωτικά εργαλεία θα αναμιχθούν δημόσια με ιδιωτικά κεφάλαια και πως η διαχείρισή τους θα είναι αποτελεσματική; Πως θα δομηθεί εκ νέου η λειτουργία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου; Οι απαντήσεις θα αναδείξουν τις μακροπρόθεσμες λύσεις.

Γιατί ο Ερντογάν έχει ανάγκη μία κρίση με την Ελλάδα

Παρά το γεγονός ότι για λόγους διπλωματικής προσέγγισης οι συνεχείς προκλήσεις της Τουρκίας χαρακτηρίζονται ως τακτικισμοί, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η συνολική στρατηγική της τα τελευταία χρόνια σηματοδοτεί ένα σχέδιο επιθετικής μορφής, με απώτερο σκοπό να περικυκλώσει την Ελλάδα, μέσω μιας εκβιαστικής διαμόρφωσης ευρύτερων διαπραγματευτικών πεδίων, στην βάση της αναδιάταξης του ενεργειακού χάρτη της περιοχής και όχι μόνον.

Η εμπλοκή της στην Συρία με στόχο την άντληση περιφερειακής διαπραγματευτικής ισχύος και στη Λιβύη για τον ίδιο λόγο και με το περίβλημα του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου, δεν πρέπει να νοούνται λανθασμένα σαν μπλόφα, ή ως τακτικισμός. Ο αποσυντονισμός της διεθνούς πολιτικής σκηνής, λόγω των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, η αδυναμία έγκαιρου συντονισμού των χωρών της ΕΕ, η προβληματική κατάσταση στις ΗΠΑ (βρισκόμαστε στην «ευαίσθητη» προεκλογική περίοδο), οι κινήσεις και ενέργειες στο πεδίο του επαναπροσδιορισμού της διεθνούς στρατηγικής τόσο από πλευράς Ρωσίας, όσο και Κίνας, φαίνεται να αφήνουν πεδίο στους επιθετικούς σχεδιασμούς της επεκτατικής Τουρκίας.

Ο σχεδιασμός αυτός για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες φαίνεται να αναδεικνύει ως μονόδρομο την δημιουργία κατάστασης «εμπλοκής» με την Ελλάδα. Αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η χώρα οδεύει προς μία νέα κρίση και οι ένοπλες δυνάμεις της ανασυντάσσονται μεν (αργά δε), αυταπόδεικτα κάθε αναλυτής καταλήγει στο συμπέρασμα πως από πλευράς Τουρκίας η χρονική συγκυρία αναδεικνύεται σαν ιδανική για την επιθετική ανάπτυξη των υπαρκτών μαξιμαλιστικών της προσεγγίσεων.

Κατά συνέπεια δεν βρισκόμαστε πλέον στην εποχή των κινήτρων και αντικινήτρων. Η εποχή αυτή έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η στρατηγική μπλόφα δεν υφίσταται πλέον, ώστε να είναι εφικτή μία κάποιας μορφής διαπραγμάτευση με σκοπό τον κατευνασμό της Τουρκίας, όπως λανθασμένα κατά την γνώμη μου υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές και κορυφαίοι πολιτικοί.

Μήπως οι τράπεζες θέλουν αλλά δεν μπορούν;

Η παρούσα κρίση αναδεικνύει για ακόμα μία φορά τη γενικότερη αδυναμία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος να στηρίξει ένα ουσιαστικό αναπτυξιακό αφήγημα. Την ίδια στιγμή, τόσο μέσα από την αρνητική πορεία των τραπεζικών μετοχών στο ταμπλό του χρηματιστηρίου, όσο και λόγω της αναδιάρθρωσης του δείκτη MSCI, αποτυπώνεται η έξωθεν μαρτυρία που συνηγορεί υπέρ της παραπάνω διαπίστωσης της αδυναμίας των τραπεζών γενικότερα.

Αν το σχέδιο «Ηρακλής» ήταν μία σωστή ρύθμιση απεγκλωβισμού σημαντικού όγκου «κόκκινων δανείων»  και η τελευταία ευκαιρία διατήρησης του παρόντος καθεστώτος λειτουργίας των τραπεζών μέσω της εξυγιαντική αυτής διαδικασίας, η πρόταση του Διοικητή της ΤτΕ Γ. Στουρνάρα για δημιουργία «Bad Bank» αποτελεί ουσιαστικά –άνευ προσχημάτων– αναγνώριση της αποτυχίας του τραπεζικού συστήματος να διαχειρισθεί την κρίση των δανείων προς όφελος της οικονομίας γενικότερα. Ειδικά αν υπολογίσουμε πως τα 68 δισ. κόκκινα δάνεια λόγω της παρούσας κρίσης μπορεί να αυξηθούν κατά 8-10 δις ευρώ.

Μετά από τρία προγράμματα ανακεφαλαιοποιήσεων –πλέον των 29 δισ. που δόθηκαν επί υπουργίας Γ. Αλογοσκούφη και ουδείς γνωρίζει με ποιο τρόπο στήριξαν το τραπεζικό σύστημα– και ουσιαστικής απώλειας περί τα 70 δισ. για το δημόσιο και τον έλληνα φορολογούμενο, δεν νομίζω ότι χρειαζόταν η πρόταση του κεντρικού τραπεζίτη για να αναδειχθεί αυτό που πλέον είναι κοινό μυστικό: Το τραπεζικό σύστημα με τη σημερινή του δομή και φιλοσοφία λειτουργίας αδυνατεί να στηρίξει οποιαδήποτε πολιτική ουσιαστικής ανασύνταξης της οικονομίας. Η μήπως η αλήθεια κρύβεται σε κάποιες λεπτομέρειες που ελάχιστα επισημάνθηκαν τόσα χρόνια τώρα. Αδυνατεί ή δεν θέλει το τραπεζικό σύστημα να στηρίξει;

Εκ πρώτης όψεως δέκα χρόνια είναι πολλά για να μην έχουν κατορθώσει οι τέσσερεις «συστημικές» τράπεζες να αναδειχθούν μετά τα μνημόνια ως στρατηγικός εταίρος της επιχειρηματικότητας. Οι πολιτικές εθελούσιας εξόδου και κλεισίματος υποκαταστημάτων με στόχο τη μείωση του λειτουργικού κόστους ως βασικές στρατηγικές εσωτερικής αναδιάρθρωσης, και η ανακύκλωση δανείων μέσω αναχρηματοδοτήσεων υφισταμένων τις περισσότερες φορές επιχειρήσεων με την ασφάλεια ενός καλού χρηματοπιστωτικού προφίλ (track record), αποτελούσαν την ισχύουσα πολιτική συντήρησης. Ελάχιστα έγιναν προς την κατεύθυνση της χρηματοδότησης μίας αναπτυξιακής δυναμικής επιχειρηματικών πρωτοβουλιών εκτός του «βολικού» για τις τράπεζες πεδίου πλήρους ασφάλειας (zero credit risk).

Επί χρόνια το τραπεζικό σύστημα χαρακτηρίζεται από έλλειψη οραματιστών τραπεζιτών και φωτισμένων διοικήσεων.  Οι διοικήσεις των Κωστόπουλου στην Πίστεως (μετέπειτα Αλφα), Καψάσκη στην Εργασίας, Γόντικα στην Ευρωεπενδυτική (μετέπειτα Eurobank), Ανδρεάδη παλαιότερα, στην Εμπορική (πριν αυτή κρατικοποιηθεί), ακόμα και η τράπεζα Καραβασίλη (μετέπειτα Επαγγελματικής Πίστεως και Αθηνών), ανέδειξαν στρατηγική συνετής διαχείρισης.  Όποτε όμως χρειαζόταν, στήριζαν την εθνική προσπάθεια προκρίνοντας την πορεία της αναπτυξιακής χρηματοδότησης με συγκεκριμένο ρίσκο.

Μία φιλοσοφία διοίκησης ξένη προς την φοβικότητα που παρουσιάζουν τα σημερινά τραπεζικά στελέχη «καριέρας» που έχουν τοποθετηθεί από ξένους μετόχους με διεθνή σύνθεση στα ΔΣ των τραπεζών τους και άγνοια της ελληνικής πραγματικότητα του επιχειρείν. Απλούστατα δεν υφίσταται πλέον εθνικό χρηματοδοτικό μέτωπο. Ούτε βέβαια αναμένεται να υπάρξει με το υφιστάμενο καθεστώς.

Χάθηκαν δέκα χρόνια από την αρχή της κρίσης για τον απλούστατο λόγο ότι οι διοικήσεις των τραπεζών επέλεξαν να ακολουθήσουν πολιτική αυτοπροστασίας και περιχαράκωσης των θέσεών τους. Άλλωστε, νωπές ήταν οι μνήμες των υπέρογκων μπόνους μέσω μαζικών προγραμμάτων χρηματοδοτήσεων πριν την κρίση. Με χαλαρά δομημένες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης την εποχή εκείνη, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Στις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες παρενέβησαν οι κυβερνήσεις και οι διοικήσεις αντικαθίσταντο. Στην Ελλάδα, μετά από έτη καθυστερήσεων απλά ανακυκλώθηκαν. Οι ίδιες φιλοσοφίες, οι ίδιες φοβικές ως προς τον τρόπο επέκτασης των χρηματοδοτήσεων, ή ίδια φιλοσοφία περιχαράκωσης και συντήρησης.

Ένας τύπος προσέγγισης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα – ακόμα και την περίοδο που διανύουμε – αν κρίνουμε από το γεγονός ότι τα δάνεια των χρηματοδοτικών προγραμμάτων  δόθηκαν με «θαυμαστή» ταχύτητα εντός ελαχίστων ημερών σε «ασφαλείς» επιλογές, παρά την προστασία που παρείχε ως προς τον υπολογισμό τους στο συνολικό χαρτοφυλάκιο η ΤτΕ  (μηδενικό Risk Weighted Asset).

Κατά τον τρόπο αυτό οι τράπεζες επιλέγουν έμμεσα τη χρηματοδότηση των λιγότερο «βολικών» πιστοληπτικά επιχειρήσεων, παραβλέποντας σκόπιμα το γεγονός ότι πολλές από τις επιχειρήσεις που δεν χρηματοδοτούνται μπορεί αν κρύβουν τον καινοτόμο δυναμισμό που αναζητά η ελληνική οικονομία.  Αντ΄αυτών, επελέγη η εύκολη διαδικασία των ασφαλών δανείων σε υφιστάμενες «χρηματοδοτικές σχέσεις» πολλές φορές με κάλυψη καταθέσεων μέρος του δανείου (cash collateral). Αυτό βέβαια δεν νοείται ως σύγχρονη «τραπεζική».

Δυστυχώς, με την κρατούσα επιχειρησιακή φιλοσοφία των τραπεζών, οι καλές προθέσεις του Πρωθυπουργού να πιέσει τις τράπεζες, ίσως παραμείνουν καλές προθέσεις. Με την κρατούσα νοοτροπία, τόσο οι χρηματοδοτήσεις μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, όσο και εκείνες του προγράμματος ΤΕΠΙΧ ΙΙ δεν πρόκειται να εκπληρώσουν τον ρόλο τους.

Αυτήν ακριβώς την εξέλιξη ήθελε να προλάβει ο Πρωθυπουργός συγκαλώντας μέσω τηλεδιάσκεψης σύσκεψη των τραπεζιτών. Αυτό ήθελε να υποδείξει ίσως ο κύριος Γεωργιάδης όταν σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη αναφέρθηκε στο «imperioum»  του κράτους σε ερώτηση του πώς θα αντιμετωπισθούν οι τράπεζες αν δεν ακολουθήσουν μία διαφορετική στρατηγική. Τι μπορεί να εννοούσε; Ουσιαστική κρατική παρέμβαση εφόσον χρειασθούν πρόσθετα κεφάλαια οι τράπεζες εν αναμονή νέας επιδείνωσης της πορείας των «κόκκινων δανείων»; Προειδοποίηση και των δύο προς την κατεύθυνση αυτή;

Είναι καιρός να γίνει αντιληπτό πως εδώ και μία δεκαετία οι αναπτυξιακοί και χρηματοοικονομικοί πυλώνες της χώρας (τράπεζες, χρηματιστήριο, αναπτυξιακά προγράμματα) έχουν αποτύχει στον ρόλο τους να προωθήσουν και να αναδείξουν μία νέα προωθημένη παραγωγική δομή. Θέση που έχει υποστηριχθεί και από τον Πρόεδρο του ΕΒΕΑ.

Η εύκολη διέξοδος «συντήρησης» μέσω χρηματοδότησης «ασφαλών» επιχειρήσεων, δημοσίων έργων και τουριστικών συγκροτημάτων, οδήγησε τη χώρα σε μία προσέγγιση μονοδιάστατης αναπτυξιακής δομής όπου ο τουρισμός για παράδειγμα αντιστοιχεί στο 25-30% του ΑΕΠ και το μεγαλύτερο μέρος του πρωτογενούς τομέα πελαγοδρομεί μεταξύ της εύκολης παραγωγής και της διεκδίκησης αποζημιώσεων από καταστροφές.

Το τραπεζικό σύστημα μέχρι σήμερα έχει αποτύχει. Η αποτυχία δεν πρέπει να συνεχισθεί όμως. Μέσα από την μέχρι σήμερα λειτουργία κινδυνεύουν να οδηγηθούν τα Ευρωπαϊκά υποστηρικτικά κονδύλια σε λάθος κατεύθυνση.  Οι τράπεζες πρέπει να ανακτήσουν τον πραγματικό τους ρόλο. Να επανεφεύρουν τη δεοντολογία τους. Να αναζητήσουν την ουσία της λειτουργίας τους που θα αναδειχθεί μέσα από την ορθή απεικόνιση της δίκαιης αξίας (fair value) των μετοχών τους στο χρηματιστήριο. Σήμερα απέχουν ουσιαστικά από όλους τους παραπάνω στόχους.

Εάν η χώρα έχει μία ευκαιρία να δημιουργήσει ένα νέο αναπτυξιακό αφήγημα, αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί μόνον με πλήρη αλλαγή φιλοσοφίας των τραπεζών και των διοικήσεών τους. Χαιδεύοντας αυτιά τύχη δεν θα υπάρξει.

Η Αν(ηθικη) πλευρά της διαχείρισης της κρίσης.- Υπάρχει ηθική πλευρά στην διαχείριση της κρίσης;;

Η διαχείριση της κρίσης, τόσο στον εργασιακό όσο και τον ανθρωπιστικό τομέα με βάση τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που λαμβάνονται σε αρκετές χώρες  της Ευρώπης εξαιτίας της «παύσης» της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως, ανέδειξε τα τεράστια προβλήματα των υπερχρεωμένων οικονομιών να ανταπεξέλθουν στις βασικές τους υποχρεώσεις ως κρατικές οντότητες.

Η ακραία «φιλελεύθερη» στόχευση της ανάπτυξης της Ευρώπης τις τελευταίες δεκαετίες, τροχοδρόμησε – μέσω ανάδειξης μονεταριστικών εργαλείων ως κατευθυντήριων γραμμών λειτουργίας των οικονομικών – την οικονομική πολιτική μονοδιάστατα προς θέσεις φιλικές προς τις αγορές και την ρύθμιση της παροχής ρευστότητας χρήματος. Σε τέτοιο βαθμό που ανάγκασε ακόμα και την σοσιαλιστική πολιτική έκφραση να εκφυλίσει τον λόγο της ως προς τα περί την κοινωνική και οικονομική πολιτική κρατούντα ιδεώδη και πιστεύω.

Η τεχνική αυτή ομογενοποίηση αντίθετων σε πολλά σημεία κοσμοθεωριών, χάρις μίας στρεβλής όπως αποδεικνύεται ανάπτυξης, οδήγησε την πλειοψηφία των χωρών σε μία γενικότερη ύπνωση ως προς την στήριξη δομών όπως η υγεία και τα οικονομικά αδύναμα πληθυσμιακά στρώματα.

Δυστυχώς η ένταξη των αναπτυξιακών θεωριών σε νέα αξιακά μοντέλα βασισμένα στον έλεγχο της ρευστότητας μέσω των αγορών, προκάλεσαν εμπεπηγμένες  στρεβλώσεις, υπερσυγκέντρωση πλούτου και επακόλουθη εξάρτηση της ίδιας της υπόστασης σημαντικών κρατών από τον δανεισμό. Μία κουλτούρα συνειδητής δέσμευσης και ενυποθήκευσης του μέλλοντος των αδύναμων και όχι μόνον, πολλών ευρωπαϊκών χωρών στον καλύτερο «διαχειριστή».

Εν μέσω κρίσεων – ειδικά μετά το 2008 – οι διαχρονικές πολιτικές για την ενίσχυση συνταγματικά κατοχυρωμένων αγαθών όπως της υγείας και της σύνταξης μέσω της εργασίας, μπήκαν σε δεύτερη μοίρα, στον βωμό του περιορισμού του κόστους καθώς και της αναζήτησης αποδόσεων κεφαλαίων. Παράμετρος που προτάχθηκε ως βασική προϋπολογιστική συνισταμένη επιτυχούς κάλυψης των τοκοχρεωλυτικών υποχρεώσεων υπερδανεισμένων κρατών, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όπως τα Σκανδιναβικά κράτη. Με αυτό το πρόσχημα ενσωματώθηκε ως «φιλοσοφική» προσέγγιση των νέων «ορίων ανάμειξης» του κράτους στην διαμόρφωση των αποδεκτών πεδίων κοινωνικής ευημεριας.

Ο «κοροναιος» μέσα σε μία νύκτα ανέτρεψε ακόμα και αυτή την επίπλαστη αποτελεσματικότητα τέτοιων προσεγγίσεων οριοθετώντας μία νέα διάσταση αποδεκτών πεδίων ηθικής σε πολλές χώρες που καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν πρωτίστως την υγειονομική κρίση. Αναδεικνύεται συνεχώς μία μακάβρια «κουλτούρα» επιβαλλόμενη φαινομενικά από τις συνθήκες μέσω των επιλογών του υγειονομικού προσωπικού πολλών πληττόμενων χωρών.

Η κρίση εξέθεσε ένα σύστημα βασισμένο τις τελευταίες δεκαετίες στην ανήθικη βάση πως η απόλυτη υγειονομική κάλυψη αποτελεί προνόμιο των εχόντων ή όσων είχαν την φυσική δυνατότητα να επιβιώσουν. Το ίδιο σύστημα που σήμερα αναζητά διεξόδους επιβίωσης σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες εν μέσω επιλογών ζωής και θανάτου και επακόλουθης αλλοίωσης κάθε έννοιας κοινωνικής ηθικής και κρατικής υπόστασης. Ευτυχώς όχι στην δική μας. Ένας «νεοκαπιταλισμός» που φάνηκε αδύναμος στο να παρέχει αναπνευστήρες, κρεβάτια σε νοσοκομεία, ικανό αριθμό ιατρικού προσωπικού ή ακόμα και να βρει χώρους να θάψει τους νεκρούς.

Μία κουλτούρα που ακύρωσε τις τελευταίες δεκαετίες το αξιακό θέσφατο των κρατικών συστημάτων υγείας που αναπτύχθηκαν και λειτούργησαν μέσα από τον ανταγωνισμό μίας στρεβλής και ακραία νεοφιλελεύθερης και μονοδιάστατης στόχευσης προς την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Παρατηρούμε συστήματα υγείας άλλων κρατών αδύναμα να προσφέρουν το δικαίωμα της ζωής σε υπερήλικες νοσούντες. Τα στατιστικά δεδομένα βιολογικής επιβίωσης διαμορφώνουν τα πεδία ελάχιστης διατηρησιμότητας των συστημάτων υγείας διεθνώς. Ακραίες καταστάσεις επιλογής του ποιος πεθαίνει και ποιος ζει, απλά επιβεβαιώνουν είτε την μακάβρια κυνικότητα του μέχρι σήμερα μοντέλου προτεραιοτήτων διεθνώς, είτε την ανάγκη επιστροφής στις ρίζες της ανθρωπιστικής οικονομίας και της αναζήτησης «ηθικής πολιτικής». Τουλάχιστον όσον αφορά την υγεία και την υποχρέωση του κράτους να παρέχει τις ύψιστες υπηρεσίες περίθαλψης και κοινωνικής στήριξης σε εκείνους που με τους φόρους του συντηρούσαν αυτό ακριβώς το σύστημα που σήμερα αποφασίζει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει επειδή ακριβώς δεν υπάρχει σύστημα.

Εύλογα προκύπτουν πολλά ερωτήματα εξαιτίας της ανάδειξης των παραπάνω διλημμάτων και της εγκατάλειψης της προτεραιότητας στήριξης της υγείας από πολλές χώρες. Η μετά την κρίση περίοδος θα δομήσει ένα νέο περιβάλλον γόνιμης αντιπαράθεσης ως προς την ανάγκη προτεραιοποίησης του βασικού αγαθού της υγείας στα πλαίσια νέων οικονομικών μοντέλων. Το γεγονός ότι αυτή η συζήτηση θα γίνει εν μέσω νέας οικονομικής κρίσης και πιθανώς νέων δανειακών υποχρεώσεων κρατών δεν με αφήνει αισιόδοξο για την θετική έκβαση των εξελίξεων.  

Μήπως βρισκόμαστε ξαφνικά στην μετά περίοδο του «πρόιμου» καπιταλισμού, των ανθρώπινων θυσιών χάρις της οικονομίας; Μήπως τελικά η εκτόνωση του κορεσμού των αγορών τοποθετεί τον ηλικιωμένο συνάνθρωπό σε δεύτερη μοίρα χάρις της διατήρησης μίας επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας μέχρι την επόμενη κρίση; Ζούμε ίσως την περίοδο του «ανθρωπισμού» κατά παραγγελία; Το δάκρυ του γιατρού Σ.Τσιόδρα ίσως είχε βαθύτερα αίτια. Η θυσία των γονέων και των παππούδων και γιαγιάδων μας χάριν της διατηρησιμότητας των οικονομιών σε κερδοφόρο τροχιά με κάθε κόστος είναι πλέον το πραγματικό διακύβευμα της «ύστερης» φάσης του καπιταλισμού.

Ποιοι είμαστε την ημέρα μετά την πανδημία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιλογές μας κατά την διάρκεια της κρίσης. 

Οι υβριδικές κρίσεις απαιτούν και υβριδικές πολιτικές για την επανεκκίνησης της ΕΕ

Η ανακοίνωση των μέτρων στήριξης ανέδειξε δύο διαστάσεις της ίδιας κατεύθυνσης με διαφορετική όμως βάση προτεραιοτήτων ως προς την στόχευση.  Αφ΄ενός την αμεσότητα με την οποία κινήθηκε η Κυβέρνηση την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει καθώς πιστώνεται την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς από την ΕΚΤ. Αφετέρου όμως την αδύναμη σε πρώτη φάση προσέγγιση των Ευρωπαίων ως προς την άμεση και αποτελεσματική προώθηση μέτρων αντιμετώπισης των οικονομικών προβλημάτων που θα επακολουθήσουν της πανδημίας. Ο μήνας που πέρασε μέχρι να αντιδράσουν συλλογικά υπήρξε αρκετός χρόνος για την διαχείριση τέτοιων κρίσεων.

Φαίνεται πως στην Ευρώπη σε περιόδους κρίσεων εξακολουθεί να αναδεικνύεται η χαρακτηριστική φράση του Ν. Σαρκοζί κατά την περίοδο 2008 «ο καθένας αναλαμβάνει να καθαρίσει τις δικές του ακαθαρσίες». Μερικά  χρόνια μετά το 2008 δεν έχει καταστεί ακόμα δυνατόν η απλούστευση των διαδικασιών ενοποίησης, όπως η ουσιαστική τραπεζική ένωση, η αντιγραμμένη από τον Μ. Ντράγκι φράση που χρησιμοποίησε μετά το πρόσφατο Eurogroup ο πρόεδρος του Μ. Σεντένο «θα κάνουμε ότι χρειασθεί», δεν φαίνεται να είναι άμεση. Ηχεί περισσότερο σαν πρόφαση καθυστερήσεων μέχρι να «διαπιστωθεί» μία ισορροπημένη οικονομική πολιτική κρίσης.

Δυστυχώς εν μέσω μίας πρωτόγνωρης υβριδικής κρίσης δεν υπάρχει χρόνος στην Ευρώπη για μακροχρόνιες διαβουλεύσεις. Ούτε βέβαια για αποσπασματικά μέτρα εν αναμονή της σταδιακής ανάδειξης των επιπτώσεων. Το πρόγραμμα τλ αγοράς ομολόγων 750δις της ΕΚΤ, δεν φαίνεται να αρκεί αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις των αγορών. Τα μέτρα έπρεπε και πρέπει να είναι άμεσα και υβριδικά. Δεν πρέπει να αφήνουν περιθώριο κατά κύριο λόγο στις αγορές να αμφισβητήσουν προθέσεις και αποτελεσματικότητα. Δεν υπάρχει χώρος για οικονομική και φιλοσοφική πολυγλωσσία χάριν διαμόρφωσης ενός συνολικού «Ευρωπαϊκού consensus» . 

Όταν υπάρχει το προηγούμενο του 2008 και προετοιμάζεσαι για τα χειρότερα, το οδοιπορικό οικονομικών μέτρων πρέπεινα είναι προδιαγεγραμμένο και να παραπέμπει σε ενωμένη Ευρωζώνη. Στον βαθμό λοιπόν που οι Ευρωπαίοι έχουν καθορίσει μόνον το πλαίσιο των ευελιξιών, αλλά δεν έχουν αναδείξει ενιαίες πολιτικές, υπάρχουν σαφείς περιορισμοί στο εγχώριο πεδίο οικονομικής πολιτικής παρά το γεγονός ότι τα 12δις του προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ θα προσδώσει χρηματοδοτική ευελιξία. 

Σίγουρα η παρούσα κατάσταση δεν προσφέρεται για ανάδειξη αντιπολιτευτικού λόγου, μικροπολιτικής στόχευσης. Λάθη ίσως και να  έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Όμως, εν μέσω κρίσης είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω το γεγονός πως πολύ γρήγορα αναδείχθηκαν οργανωτικά αντανακλαστικά που δεν είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα, καθώς και ευέλικτη –ίσως αποδοτικότερη- λειτουργία των κρατικών φορέων. Εισάγονται άμεσα νέες τεχνολογίες επικοινωνίας με το κράτος ή ακόμα στο εργασιακό και εκπαιδευτικό περιβάλλον που στο μέλλον μπορεί να δράσουν υποστηρικτικά της ανάπτυξης.

Το ουσιαστικότερο κέρδος – αν μπορεί να χρησιμοποιήσουμε αυτή την διατύπωση εν μέσω κρίσης- είναι η ανάδειξη μετά από πολλά χρόνια του φιλότιμου, της πειθαρχίας και της αυταπάρνησης των πολιτών. Στοιχεία που είχαμε να παρατηρήσουμε από την περίοδο των Ολυμπιακών αγώνων του 2004. Με μεγάλη δόση προσοχής θα τολμούσα να τονίσω πως ίσως η κρίση του κορωνοϊού θα μας βοηθήσει να αναδείξουμε την κρυμμένη πλευρά εδώ και χρόνια της συσπειρωτικής  συλλειτουργίας μας. Μία ιδιαιτερότητα που η ευμάρεια των τελευταίων δεκαετιών προ της κρίσης των μνημονίων είχε εξαφανίσει πίσω από ένα πέπλο γενικού εφησυχασμού.

Ουδείς γνωρίζει ποιος είναι ως τώρα ο βαθμός συρρίκνωσης της Κινεζικής οικονομίας. Ουδείς μπορεί να προβλέψει ακόμα την ένταση της κρίσης στις ΗΠΑ την ίδια στιγμή που οι αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν την ταχύτερη κατάρρευση των τελευταίων τριάντα χρόνων.  Αρκεί όμως η εκτίμηση της προέδρου της ΕΚΤ, Κ. Λαγκαρντ περί ύφεσης της τάξης του 5% για να γίνει αντιληπτή η αναγκαιότητα εισαγωγής νέων άμεσων υποστηρικτικών πολιτικών σε Πανευρωπαικό επίπεδο. Έχει φθάσει ο καιρός, η λογική της οικονομικής και όχι μόνον επιβίωσης της Ευρωζώνης να επικρατήσει ενός μονοδιάστατου ορθολογισμός, της Γερμανικής οικονομικής φιλοσοφίας. Άλλωστε η ένταση του με την οποία έκλεισαν εργοστάσια στην Ευρώπη μπορεί να συγκριθεί μόνον με εκείνη του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Έχει φθάσει ο καιρός της έκδοσης του επί χρόνια συζητούμενου Ευρωομολόγου καθώς και η ευέλικτη χρήση των διαθεσίμων του ΕΣΜ.

Λύσεις όπως αυτή της παροχής ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα προϋποθέτει συνολική χρηματοδοτική διάθεση τραπεζικών ιδρυμάτων που μπορούν να σηκώσουν αυτό το βάρος. Στην χώρα μας εμφανής αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να διαδραματίσει ρόλο προ της κρίσης, αναδεικνύει μία νέα προβληματική ως προς την δυνατότητα να προωθήσει τις υποστηρικτικές πολιτικές της κυβέρνησης. Οι τράπεζες έχουν ελάχιστες επιλογές χρηματοδότης ευελιξίας στην παρούσα φάση. Άλλωστε, εδώ και χρόνια λειτουργούν περισσότερο ως πωλητές παράλληλων προιόντων παρά ως ουσιαστικοί υποστηρικτές ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας. Η φιλοσοφία της «συντήρησης» δεν είναι δυνατόν να βοηθήσει στην παρούσα φάση. 

Κατά την έννοια αυτή η παροχή ρευστότητας απλά θα δώσει την δυνατότητα στο τραπεζικό σύστημα να ξεπεράσει το πρόβλημα. Δεν θα μπορέσει να προσδώσει μακροπρόθεσμα εργαλεία ενισχυτικής χρηματοδότησης σε όλες τις επιχειρήσεις χωρίς επιλογές και αποκλεισμούς. Επί της ουσίας δεν υπάρχει άμεσα το σύστημα εκείνο που θα επιτρέψει στην μαζικοποίηση της παροχής ρευστότητας στην οικονομία προς όλο το φάσμα των επιχειρήσεων.

Διέξοδοι υπάρχουν, όπως για παράδειγμα η δημιουργία «Περιφερειακών χρηματοδοτικών φορέων», η παροχή ευελιξιών στις Περιφέρειες και η ενεργοποίηση όλων των κονδυλίων ΕΣΠΑ που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί λόγω αδράνειας με ταχύτατες διαδικασίες και γραφειοκρατική ευελιξία. Για να καταστεί αυτό δυνατόν όμως θα πρέπει η χρηματοδότηση μεγάλων αναπτυξιακών έργων να αναληφθεί από κεντρικά δομημένα Ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία, ώστε να απελευθερωθούν κονδύλια για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Η «σίγουρη» και επιλεκτική χρηματοδότηση που ακολουθείται ως στρατηγική των εγχώριων τραπεζών, στην παρούσα συγκυρία είναι μονοδιάστατα αναπτυξιακή και περιορισμένης αποτελεσματικότητας.

Η πανδημία ανέδειξε με τον ποιο καθοριστικό τρόπο την επικρατούσα στρεβλότητα των οικονομιών και των αγορών. Ήταν αδύνατο άλλωστε, για παράδειγμα, να μην προκαλούσε προβληματισμό – σε όσους γνωρίζουν την ανάγνωση των αγορών- το γεγονός ότι η απόδοση του 5ετούς ελληνικού ομολόγου λίγο πριν την κρίση του «κοροναιού» βρισκόταν στο 0,3%, σημαντικά χαμηλότερη από εκείνη της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης. Σήμερα η απόδοση κινείται στο 1,9%, έχοντας ουσιαστικά εκτοξευθεί κατά περισσότερο από 500%.

Δυστυχώς, η διαρκής ποσοτική χαλάρωση των κεντρικών τραπεζών μετά το 2008, χωρίς ριζική δομική αλλαγή των λειτουργιών των οικονομιών της Ευρωζώνης, προκάλεσε ένα εκρηκτικό μείγμα αρνητικών εξελίξεων στις αγορές. Αρκούσε μία πρωτόγνωρη πανδημία για να αναδείξει τις αδυναμίες αυτές και να προκαλέσει ένα παγκόσμιο κλυδωνισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων και μία κρίση η διάρκεια της οποίας παραμένει ακόμα απροσδιόριστη.

Το 2008 όμως ανέδειξε δύο ακόμα παραμέτρους. Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ πήραν αποφάσεις άμεσες και εντός ολίγων ημερών είχε αρχίσει η υλοποίησή τους, την ίδια στιγμή που η ΕΕ ακόμα συζητάει για την τραπεζική ενοποίηση και την έκδοση Ευρωομολόγου. Η δεύτερη μας οδηγεί στον συμπέρασμα πως μετά την κρίση του 2008 η παγκοσμιοποίηση παρέμεινε ενεργή. Το 2020 δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούμε τόσο εύκολα να ισχυρισθούμε το ίδιο.