Επιπτώσεις από την έλλειψη αναπτυξιακής στρατηγικής

Σε μία περίοδο κατά την οποία, από πλευράς Ευρωπαϊκής στρατηγικής, συντελείται μία μικρή επανάσταση με αφορμή το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, η εγχώρια αναπτυξιακή πολιτική χαρακτηρίζεται από στασιμότητα και ασάφεια. Επιπροσθέτως, φαίνεται πως η αδυναμία του δημοσίου να πληρώσει έργα που πρέπει να ολοκληρωθούν από το τρέχον ΕΣΠΑ είναι πλέον ολοφάνερη, καθώς η νέα Κυβέρνηση, με λανθασμένη τακτική και πρακτική, χρησιμοποιεί τη ρευστότητα των κρατικών ταμείων για την κάλυψη βασικών αναγκών.

Φημολογείται πως ο Υπουργός Οικονομίας οριοθετεί μία νέα στρατηγική κατανομής κονδυλίων ΕΣΠΑ. Αυτή όμως η στρατηγική με ποιο γνώμονα σχεδιάζεται; Ποια φιλοσοφία την διέπει; Που εδράζεται η πραγματική της στόχευση; Αν αποτελεί σκέλος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, τότε προς τι η καθυστέρηση; Αν όχι, τότε σίγουρα ο χρόνος είναι πολύ λίγος για συνολική επανατοποθέτηση ενός προγράμματος που θα καθορίσει την αναπτυξιακή πολιτική της επόμενης πενταετίας.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό όμως να επισημάνουμε ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες σχετικά με την ανάπτυξη επικεντρώνονταν κυρίως στα έργα υποδομής. Έργα, μεγάλο μέρος των οποίων οδηγούνται πλέον σε αναβολές ή και ακυρώσεις διαγωνισμών. Άλλη μία στρατηγική ανακολουθία, καθώς θα πρέπει να τονισθεί πως βραχυπρόθεσμα τα έργα υποδομών θα βοηθήσουν στην διατήρηση μία κάποιας αναπτυξιακής πορείας, μέχρι να ενταχθεί ο συνολικός αναπτυξιακός σχεδιασμός και αρχίσει να καταγράφεται πλέον σαν «δομική ανάπτυξη».

Στο Υπουργείο επικρατεί, σύμφωνα με πληροφορίες, η άποψη κατάτμησης των όσων έργων ενταχθούν σε μικρότερα. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι το μεγαλύτερο από τα έργα που έχουν προϋπολογιστεί είναι ο οδικός άξονας Πάτρας-Πύργου, κόστους περίπου 430 εκ ευρώ, τότε είναι δύσκολο να αντιληφθώ –γνωρίζοντας την γεωγραφία της περιοχής-πώς μία κατάτμηση θα έκανε ελκυστικότερο το έργο σε επενδυτές. Με αυτό όμως το σκεπτικό ο διαγωνισμός για ένα έργο πνοής για την περιοχή ακυρώθηκε.

Η «φιλοσοφική» διάσταση του Υπ. Αναπληρωτή Υποδομών, κ. Σπίρτζη, περί μη «φαραονικών» επενδύσεων, εκτός της πολιτικής διάστασης, προσκρούει στην εικόνα αποδοτικότητας και ελκυστικότητας της επένδυσης για υποψήφιους κατασκευαστές. Μπορεί θεωρητικά –ως πρώην πρόεδρος του ΤΕΕ- να ευνοεί περισσότερους τοπικούς εργολάβους και μηχανικούς, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής του όμως πως σήμερα η υπεργολάβοι των μεγάλων έργων λαμβάνουν τα συμφωνηθέντα από τις εργολήπτριες –που στηρίζονται με τραπεζικό δανεισμό-με καθυστέρηση. Πως θα αντέξουν οι μικρότερες εταιρίες το βάρος τέτοιων έργων;

Όταν η ακύρωση διαγωνισμού αφορά μία από τις κυριότερες αρτηρίες μεταξύ δύο πολύπαθων αναπτυξιακά νομών, γίνεται αντιληπτός ο λόγος που η χρήση κονδυλίων για την χρηματοδότηση της «γέφυρας Βαρουφάκη», σε συνδυασμό με πολιτικοιδεολογικές προσεγγίσεις, οδηγεί σε καθυστερήσεις και ανυπαρξία σοβαρής αναπτυξιακής πολιτικής. Αν ο κύριος Σταθάκης, από την άλλη, καθυστερεί να εκπονήσει νέο αναπτυξιακό σχεδιασμό, τότε σίγουρα δεν μπορώ να φαντασθώ την «εξαίρεση» στην ουσία από τα αναπτυξιακά πλάνα ενός έργου πνοής που επηρεάζει άμεσα την αναπτυξιακή προοπτική μίας από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας, την Αχαΐα.

Εκτιμώντας πως η ανυπαρξία σαφούς αναπτυξιακού σχεδιασμού, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εντείνει το πρόβλημα της ύφεσης, είναι αδιανόητο να προσδοκούμε την έλευση επενδυτών, όταν το περιβάλλον παραμένει θολό και μετέωρο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Το θέμα «Ανάπτυξη» δεν χαρακτηρίζεται από μονοδιάστατη προσέγγιση δεδομένων. Ο σχεδιασμός θα πρέπει να αποτελεί προϊόν συλλογικής προσέγγισης και σχεδιασμού, ώστε επιτέλους να διαμορφωθεί ένας σταθερός, ελκυστικός και μακροπρόθεσμος ορίζοντας.

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΑΧΑΙΑ

  Στην φάση που βρίσκεται η κρίση σήμερα εύκολα θα μπορούσε να ισχυρισθεί ο κάθε πολίτης ότι η έννοια «ανάπτυξη»- που κατά πολλούς έχει χάσει την ουσία τής θετικής διάστασης που σηματοδοτεί- δεν αποτελεί παρά μία εικονική πραγματικότητα, την οποία οι πολιτικοί προωθούν, προκειμένου να δράσει αυτή ως βάση ψυχολογικής στήριξης. Ας φανταστούμε όμως τι θα σήμαινε, εάν μέσα από αυτήν την εικονικότητα αναδυόταν η πραγματική προοπτική δημιουργίας 20.000 θέσεων εργασίας -στην Αχαΐα για παράδειγμα -σε διάστημα τριετίας ή 50.000 θέσεων στην πενταετία, με αποδοχές για κάθε εργαζόμενο, όχι ενός «ενισχυμένου» βασικού μισθού 780ευρώ που ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι θα επαναφέρει, αλλά αποδοχών που να κυμαίνονται μεταξύ 2-3000 ευρώ. Σκεφθείτε τι θα σήμαινε εάν πανελλαδικά το νούμερο αυτό άγγιζε το 1.000.000 θέσεις εργασίας σε μία πενταετία.

  Στην καμπή που βρίσκεται σήμερα η οικονομία δεν αρκεί η παθητική σκέψη απλών θετικών παρεμβάσεων – όπως η επαναφορά τού βασικού μισθού- για να αρχίσει η αντιστροφή τής πραγματικότητας. Είναι αναγκαία η προγραμματική υπέρβαση, που θα υποχρεώσει όλους να λειτουργήσουμε για την επίτευξη ενός στόχου, που σήμερα μπορεί να φαντάζει μη ρεαλιστικός. Όσον αφορά την ανάπτυξη αρκεί να αλλάξει ο προγραμματισμός και η κουλτούρα δράσης των εμπλεκομένων φορέων, προκειμένου να προκληθεί μία θεαματική αντιστροφή δεδομένων. Ή, ακόμα, αρκεί να ληφθούν υπ’ όψιν  κάποιες απλές διαπιστώσεις που γίνονται και απαντούν στο πώς πρέπει να πορευτούμε από εδώ και πέρα. Κατά ειρωνικό τρόπο δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που σημαντικοί φορείς έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους εδώ και χρόνια. Εις μάτην όμως…

   Υπογραμμίζοντας την απουσία «θεσμικού εμψυχωτή» για την υπερκάλυψη σημαντικών μειονεκτημάτων ανάδειξης και προώθησης τής επιχειρηματικότητας σε σημαντικές περιφέρειες της χώρας, γίνεται εμφανές σε κάθε σκεπτόμενο πολίτη πως οι αδυναμίες που είχαν εντοπισθεί πριν από επτά χρόνια, εξακολουθούν να υφίστανται και σήμερα. Ταυτόχρονα καθίσταται ολοένα και πιο σαφές το γεγονός ότι η επικρατούσα νοοτροπία επιχειρηματικής κουλτούρας, όσο και η αναχρονιστική λειτουργία θεσμικών φορέων, όπως Περιφέρεια και Δήμοι, φέρουν μεγάλο μέρος τής ευθύνης για την επιχειρηματική οπισθοδρόμηση πολλών περιφερειών ανά την Επικράτεια. Όσο δε τα, παρεχόμενα από την Ε.Ε., αναπτυξιακά κονδύλια τού ΕΣΠΑ συνεχίζουν να κατευθύνονται στη δημιουργία μόνο καφετεριών και σουβλατζίδικων (τα οποία στην πλειονότητά τους δεν επιβιώνουν μετά το πέρας τής χρηματοδότησης), αλλά και τα ίδια κονδύλια εξακολουθούν να καλύπτουν κενές θέσεις τού δημοσίου, για να μειώνεται πλασματικά η ανεργία, ο αναχρονισμός θα επιμένει και θα ισχυροποιείται.

   Η πρόταση για δημιουργία 20.000-50.000 θέσεων εργασίας στην Αχαΐα με μηνιαίο μισθό 2000-3000ευρώ θα παρουσιασθεί αναλυτικότερα στο μέλλον. Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος όμως απαιτεί πλήρη ρήξη με τις μέχρι σήμερα πρακτικές και τακτικές. Υπάρχει όμως ρόλος στο μεσοδιάστημα τόσο για την Περιφέρεια και τους Δήμους, όσο και τα Επιμελητήρια, προκειμένου να σχεδιασθεί μία νέα «θεσμική αρχιτεκτονική». Άλλωστε η άσκηση τής παραδοσιακής περιφερειακής πολιτικής, στο πλαίσιο της τωρινής οικονομικής συγκυρίας, παρουσιάζεται ιδιαίτερα άκαιρη.  Στόχος αυτής της νέας παρέμβασης είναι η αναζήτηση νέου μοντέλου κοινωνικής ισορροπίας. Ένα «κοινωνικό σύστημα καινοτομίας» με στόχο την εξοικονόμηση πόρων για την διαμόρφωση –κατά το μεταβατικό στάδιο- ενός ταμείου «κοινωνικής επιχειρηματικότητας».

  Η συνεργασία Περιφέρειας με τους Δήμους και τα Επιμελητήρια για την οριστικοποίηση μίας ενιαίας βάσης δεδομένων,  ή ακόμα και η διαπεριφερειακή συνεργασία, μπορεί να δομηθεί μέσα από την θεσμοθέτηση νέου τύπου «περιφερειακών συμβούλιων ανάπτυξης» καθώς και συμβουλίων «αγοράς εργασίας», με σκοπό το όλο εγχείρημα, στην μεταβατική αυτή φάση, να χαρτογραφήσει και να κατηγοριοποιήσει όλο το εργατικό δυναμικό τού Νομού.  Η διασύνδεση θα προκαλέσει «στοχευμένη» ανάδειξη δεξιοτήτων, που μετά θα χρησιμοποιηθούν στην επόμενη αναπτυξιακή φάση.

   Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα -επιτρέψτε μου την διαπίστωση- το δύσκολο εγχείρημα δεν είναι η δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά η αλλαγή νοοτροπιών και αγκυλώσεων δεκαετιών, καθώς και η έλλειψη αληθινής  αναπτυξιακής παιδείας και αναπτυξιακού προσανατολισμού, στοιχεία που σίγουρα χαρακτηρίζουν την  επιχειρηματική λογική και την αντίληψη για την ανάπτυξη, που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή μας. Από την ταχύτητα αλλαγής αυτής τής λογικής εξαρτάται αν η Αχαΐα θα μπορέσει να διεκδικήσει αυτό που της αναλογεί στο μέλλον.