Ισπανικό ποδόσφαιρο και ελληνικό χόκεϊ επί χόρτου

  Με έκπληξη ακούσαμε πριν λίγες ημέρες την απάτη που είχε στηθεί με τις ανύπαρκτες ομάδες χόκεϊ επί χόρτου. Άθλημα μη δημοφιλές στην Ελλάδα, κατάφερε να εμφανίσει μόνο στο νομό Άργους 12 ομάδες, οι οποίες μόνο στα χαρτιά υπήρχαν, καθώς κανείς δε συμμετείχε σε παιχνίδια και αγώνες. Η δημιουργία τους σκοπό είχε την πριμοδότηση των μαθητών με μόρια στις πανελλήνιες εξετάσεις, ενώ, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η εγγραφή κάθε μαθητή κόστιζε έως και 800€. Μία καλοστημένη απάτη, δηλαδή, μια κομπίνα, που αφ’ ενός στόχευε στις κρατικές επιχορηγήσεις και αφ’ ετέρου εκμεταλλευόταν γονείς και παιδιά και την επιθυμία τους να καταταγούν όσο πιο υψηλά στους τελικούς πίνακες των εξετάσεων.

  Παράλληλα, το τελευταίο 20ήμερο έχουμε γίνει θεατές μιας, άνευ προηγουμένου, ολίσθησης τού ελληνικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, που κορυφώθηκε με τη διακοπή του για δύο εβδομάδες. Αυτή τη φορά πρωταγωνιστές δεν ήταν θερμοκέφαλοι οπαδοί ή χούλιγκανς, αλλά οι διαιτητές, οι πρόεδροι των ομάδων και η «ανεξάρτητη» ομοσπονδία, που κατέχει το αυτοδιοίκητο (τουλάχιστον έτσι υποστηρίζεται). Μια ακραία επίθεση σε διαιτητή στάθηκε αφορμή να ακουστούν, χωρίς αιδώ, κατηγορίες για χρηματισμούς, στημένους αγώνες, τραμπουκισμούς, εμπλοκή ή ανοχή πολιτικών προσώπων, ό, τι δηλαδή συνθέτει εδώ και πολλά χρόνια αυτό που ονομάζουμε «παράγκα», την οποία, μηδενός εξαιρουμένου, άπαντες επιθυμούν να την πατάξουν και ν’ απαλλαγεί το ποδόσφαιρο από αυτήν. Και τη στιγμή που διακηρύττεται η πάταξη, αποδεικνύεται πως το σύστημα λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, ανενόχλητοι όλοι, χωρίς το φόβο τού νόμου, πόσο μάλλον της ηθικής τού αθλητικού ιδεώδους. Οι ίδιοι που παρακινούν τον κόσμο να πηγαίνει οικογενειακώς  στα γήπεδα, να γίνει το ποδόσφαιρο ψυχαγωγία, καθίστανται οι πρωταγωνιστές σκανδάλων, επιβεβαιώνουν με τον χειρότερο τρόπο όσα και οι πλέον καλοπροαίρετοι υποψιάζονται και τελικά φτάνουν στο σημείο να διακόπτουν ένα πρωτάθλημα, η αξιοπιστία τού οποίου, δικαίως, αμφισβητείται.

  Ας απομακρυνθούμε από την Ελλάδα και ας κοιτάξουμε προς την κοντινή μας Ισπανία. Η Ισπανία ανήκει στις αδύναμες οικονομίες τής νότιας Ευρώπης, η μοίρα μας -οικονομικά- είναι σχεδόν παράλληλη, έχει υψηλά ποσοστά ανεργίας και το ΔΝΤ ρυθμίζει, έστω και σε μικρότερο βαθμό, τα οικονομικά της. Επιστρέφοντας στα αθλητικά, δεν τίθεται καν σύγκριση μεταξύ των δύο ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων. Ωστόσο, πριν λίγες ημέρες, μία ισπανική ομάδα έδωσε ένα παράδειγμα αλληλεγγύης, κοινωνικής δράσης και στήριξης σ’ ένα λαό που υποφέρει, όπως ο ελληνικός. Η «Ράγιο Βαγιεκάνο», ομάδα γνωστή για τις εν γένει δράσεις της εκτός γηπέδου, ανέλαβε ν’ αποπληρώσει το δάνειο και να αποτρέψει την έξωση μιας ηλικιωμένης γυναίκας από το σπίτι της. Εκεί που δε μπόρεσε να βρεθεί το κράτος, τη στιγμή που κανένας κοινωνικός φορέας δεν κατάφερε να εμποδίσει μια γυναίκα από το να μείνει άστεγη, βρέθηκε μια ποδοσφαιρική ομάδα να δώσει λύση, με προθυμία τής ιδιοκτησίας, του προπονητή και των παικτών.

  Επομένως η σύγκριση των δύο χωρών, στο ποδόσφαιρο εν προκειμένω, δε μπορεί να γίνει όχι μόνο σε επίπεδο πρωταθλήματος, αλλά και νοοτροπίας. (Λέγοντας νοοτροπία αναφέρομαι στην ελληνική, που σκαρφίζεται κάθε τρόπο να εξαπατήσει. Στην υπόθεση των ομάδων χόκεϊ δε μπορεί κανείς να πει το στερεότυπο «φταίνε οι πολιτικοί». Κάποιοι το εμπνεύσθηκαν και ακολούθησαν  οι γονείς και οι μαθητές, οι οποίοι, αφού πλήρωναν χωρίς να παίζουν, φέρουν το ίδιο μερίδιο ευθύνης.)  Κανείς δεν υποστηρίζει πως η Ισπανία είναι μια χώρα-πρότυπο, ενώ η Ελλάδα παράγει μόνο διαφθορά. Την ώρα όμως που εδώ το πρωτάθλημα είχε διακοπεί, στην Ισπανία μια ομάδα προσέφερε κοινωνικό έργο. Τα ποσά μαύρου χρήματος που ακούγονται στην υπόθεση τού ελληνικού πρωταθλήματος θα μπορούσαν να έχουν κατευθυνθεί και προς μία δράση στήριξης ανθρώπων που έχουν ανάγκη. Δεν είναι αρκετές οι επισκέψεις και οι προσφορές των ελληνικών ομάδων σε διάφορους φορείς τις ημέρες των Χριστουγέννων, με τη συνοδεία καναλιών. Θα περίμενε κανείς περισσότερη αλληλεγγύη και μεγαλύτερη ευαισθησία προς ένα φίλαθλο λαό, που, αν και περνά δύσκολα, εξακολουθεί ν΄ αγοράζει εισιτήρια για να πηγαίνει στο γήπεδο, υποστηρίζοντας ένθερμα τις ομάδες που ο καθένας προτιμά.

  Επειδή ο αφορισμός και η ισοπέδωση δε βοηθά ούτε στο διάλογο, ούτε στην αντικειμενικότητα, αξίζει ν’ αναφερθεί η δράση μικρών ομάδων, που, σύμφωνα με τη δυνατότητά τους, προσφέρουν στον συνάνθρωπό τους σιωπηρά και χωρίς προβολή. Απλώς η αναλογία δεν είναι αυτή που θα έπρεπε. Από μεγάλες ομάδες θα περίμεναν όλοι μεγαλύτερα πράγματα..

Σε κλίμα χριστουγεννιάτικο

  Κάθε χρόνο παρατηρούμε γύρω μας τον στολισμό για τα Χριστούγεννα και τις εορτές που πλησιάζουν να εμφανίζεται όλο και πιο νωρίς. Ήδη οι βιτρίνες των μαγαζιών είναι έτοιμες, κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές έχουν στολίσει το στούντιο και τα μπαλκόνια με τα πολύχρωμα φωτάκια πολλαπλασιάζονται ημέρα με την ημέρα. Είναι τόσο μεγάλη η αγοραστική δύναμη και η καταναλωτική ανάγκη που υποχρεώνουν σ΄ ένα τόσο εκτεταμένο εορταστικό κλίμα; Όχι βέβαια, και αυτό είναι πρόδηλο στον καθένα. Αντίθετα, θα περίμενε κανείς πως η εμφάνιση των στολιδιών και των λαμπιονιών θα καθυστερούσε όσο γινόταν σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας. Πρόκειται, όμως, γι΄ άλλη μια αντίθεση στην Ελλάδα τής κρίσης.

  Ειρωνευόμενος ένας οδηγός ταξί είπε πως, εάν συνεχίσουμε με αυτό το ρυθμό, σε λίγα χρόνια με την επιστροφή από τις διακοπές τού Αυγούστου θα αρχίζουμε να προετοιμαζόμαστε για τα Χριστούγεννα. Πως έτσι μας έχει καταντήσει η τηλεόραση και οι ξενόφερτες συνήθειες που υιοθετεί, που προβάλλει διαρκώς τους ξένους που  γιορτάζουν, χωρίς να καταλαβαίνουν το δράμα των Ελλήνων. Και συνέχισε το μονόλογό του για την κρίση, τους πολιτικούς και την αναδουλειά που παρουσιάζει ο κλάδος του. Δεν ήθελα να αντιπαρατεθώ μαζί του, διότι η διαδρομή ήταν μικρή και θα αφήναμε τη συζήτηση στη μέση. Θα ήθελα ωστόσο να του δώσω μια απάντηση και σε αυτόν προσωπικά, αλλά και σε όλους όσους έχουν τον ίδιο προβληματισμό.

  Ο Νοέμβριος δε μας έχει αφήσει ακόμα, κι όμως αισθανόμαστε πως οι εορτές είναι πολύ κοντά. Μπορεί να είναι πρώιμο το συναίσθημα, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Και, βέβαια, δεν είναι η οικονομική ευμάρεια που το προκαλεί. Μακάρι να ήμαστε σε άλλες εποχές, όταν η οικονομική δυνατότητα τού καθενός τού επέτρεπε να καταναλώνει και η κατανάλωση με τη σειρά της προέκτεινε το εορταστικό διάστημα. Η αγορά, δυστυχώς, λίγο θα καταλάβει την αλλαγή, κι αυτό κοντά στις ημέρες των Χριστουγέννων. Γιατί, λοιπόν, έναν και πλέον μήνα πριν έχουμε μπει σε χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα;

  Είναι η λαχτάρα, πιθανόν, για οποιαδήποτε αλλαγή, ακόμα και πρόσκαιρη, αρκεί να υπάρχει η αφορμή. Και τί καλύτερο θα μπορούσε να προσφερθεί από την «γιορτή των παιδιών», από τη «γιορτή τής χαράς»; Είναι η επιθυμία να διαφοροποιηθεί το κλίμα στο σπίτι, στη δουλειά, στους δρόμους. Ας μην αλλάζει η ουσία, είναι αρκετό που ένα στολισμένο δέντρο ή ένας στολισμένος δρόμος προαναγγέλλουν πως κάτι έρχεται. Αυτό που έρχεται το γνωρίζουμε όλοι. Είναι η ημέρα των Χριστουγέννων και η νέα χρονιά. Κάθε χρόνο έτσι γίνεται. Κι όμως κάθε χρόνο θέλουμε να ζούμε όλο και πιο παρατεταμένα το κλίμα τής επερχόμενης αλλαγής, και ας μην αλλάζει κάτι στο τέλος. Από τη μια είναι η ψευδαίσθηση που μας ευχαριστεί και, αναμφισβήτητα, η πραγματικότητα που όντως (;) προσφέρει το εορταστικό κλίμα στη ψυχολογία τού ανθρώπου.

  Μια άλλη ερμηνεία θα μπορούσε να είναι η εμμονή των Ελλήνων στις παραδόσεις, που σε εποχές σαν αυτή που διανύουμε, νιώθουν την ανάγκη να τις τηρούν όλο και πιο έντονα, όσο μπορούν πιο εμφανώς. Και πάντα υπάρχει και η πιο πεζή εκδοχή, πως ακολουθούμε κι εμείς τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και Αμερικανούς στο παρατεταμένο εορταστικό κλίμα, μήπως έλξει η αγορά τους καταναλωτές (είναι κρίμα να τους ακολουθούμε όμως μόνο σε αυτό).

  Όπως και να’χει, ανεξάρτητα από κάθε ερμηνεία, καθώς πρόκειται για υποκειμενική προσέγγιση, η εμφάνιση των χριστουγεννιάτικων, και όλων των συνεπαγομένων, διαμορφώνουν ένα ειδικό, έστω και παρατεταμένο, κλίμα, που τουλάχιστον οπτικά προσφέρει σε όλους μας. Επιφυλάσσομαι εάν είναι ικανό να αντισταθμίσει ή να και να αντιστρέψει προσωρινά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Εάν η μιζέρια και η αθλιότητα που έχει προκληθεί μπορεί να ανασταλεί για έναν μήνα. Εάν μπορεί το εορταστικό περιβάλλον να μετριάσει τη γκρίνια και τις ασχήμιες τής καθημερινότητας. Εάν οι εκκλήσεις για προσφορά «από το υστέρημα» θα αποδώσουν όπως τα προηγούμενα χρόνια. 

  Αξίζει τον κόπο όμως για χάρη των παιδιών. Γι΄αυτή την κατηγορία των μικρών παιδιών, που ακόμα δε μπορούν ν΄αντιληφθούν τί γίνεται γύρω τους, με πόσο κόπο οι γονείς τους κατορθώνουν να τους προσφέρουν το χριστουγεννιάτικο κλίμα, που πεισματικά επιζητούν και τελικά το καταφέρνουν κάθε χρόνο και νωρίτερα. Ενδόμυχα, ίσως, θέλουμε κι εμείς οι μεγάλοι να παρασυρθούμε, περιμένοντας γι΄ άλλη μια φορά το «Πνεύμα των Χριστουγέννων», εκείνο που κι εμείς ακούγαμε στην ηλικία τους. Είναι μια μύχια και ανεξήγητη πεποίθηση όλων μας, πέρα από κάθε ορθολογισμό και κάθε πραγματικότητα, πως συμβάλλοντας στο στολισμό και στο εορταστικό κλίμα, θα πραγματοποιηθούν οι ευχές μας.

(Σπεύσατε, λοιπόν, να δοκιμάσετε εάν ανάβουν όλες οι σειρές από τα λαμπιόνια τής προηγούμενης χρονιάς. Ο γράφων, έχοντας ήδη φροντίσει για τον στολισμό, θα επανέλθει σύντομα στο θέμα των Χριστουγέννων.)

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΕ ΥΦΕΣΗ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ

  Πριν δύο εβδομάδες εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο «Οικονομία σε ύφεση-Πολιτική υπό κρίση», από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ. Πρόκειται για ένα πόνημα, που η αρχική του σύλληψη είχε ως αφετηρία την οικονομική κρίση και, συνεπακόλουθα, την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.

Χωρίς τίτλκξηο

  Όπως αναφέρω και στον πρόλογο, θέλησα να συμπεριλάβω και μια συλλογή από σταχυολογημένα άρθρα μου (αρθρογραφώ από το έτος 1987), τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, εάν όχι προβλέψεις, τουλάχιστον ορθές εκτιμήσεις για την επερχόμενη οικονομική κρίση, την οποία τελικώς βιώνουμε τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας. Προέκυψε έτσι ένα βιβλίο αποτελούμενο από δύο μέρη. Το δεύτερο περιλαμβάνει τα ήδη εκδοθέντα άρθρα μου σε, πανελλήνιας εμβέλειας, εφημερίδες και περιοδικά. Η επιλογή από μια πληθώρα άρθρων έγινε με βάση τη διαχρονικότητα των γραφομένων, κατανεμημένα σε τέσσερις ενότητες.

  Το πρώτο μέρος αποτελεί τη θέση μου, ως οικονομολόγου και ενεργού πολίτη. Τις σκέψεις, τις ιδέες μου και τις προτάσεις μου. Γίνεται μια αποτίμηση και μια αναδρομή στην εποχή που ξέσπασε η κρίση στην Αμερική και για ποιους λόγους βρήκε ανοχύρωτη την Ευρώπη, και κυρίως την Ελλάδα. Κάθε εξέλιξη στην οικονομία δε μπορεί παρά να έχει και πολιτικές διαστάσεις  και παραμέτρους, επομένως θεώρησα σωστό, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, να αναφερθώ με κριτική ματιά στο πολιτικό «είναι» και «γίγνεσθαι» της χώρας. Θα ήταν εύκολο να σταθώ μόνο σε μια κριτική τού παρελθόντος, συλλήβδην τής πολιτικής τής μεταπολίτευσης, αλλά στο κατώφλι τού 2015 οι Έλληνες και γνωρίζουν τι έχει συμβεί, αλλά, κυρίως, έχουν βαρεθεί την κριτική στο παρελθόν, που καθημερινά αποδεικνύεται πως δεν οδηγεί κάπου. Προσπάθησα, λοιπόν, να οδηγήσω τον αναγνώστη σε μια συλλογιστική για το τι πρέπει να γίνει από εδώ και στο εξής, η οποία δεν τον υποβάλλει σε διλήμματα, αλλά, ίσως, τον βάζει σ΄ ένα δρόμο αναθεώρησης παγιωμένων προσεγγίσεων, σε μια εξέταση τής κατάστασης υπό άλλο πρίσμα, μακριά από τα ξεπερασμένα πολιτικά στερεότυπα.

  Η έξοδος από την οικονομική κρίση και η ορθή πολιτική διαχείριση τής μετά μνημονίου εποχής είναι μείζον θέμα στις ημέρες μας και βέβαια το ζητούμενο. Όλες οι θετικές έννοιες που ακούγονται, όπως η ανάπτυξη, η ανασύνταξη, η ανάταξη, η ανασυγκρότηση, κ.ά, συνεπάγονται την αναθεώρηση τής πολιτικής σκέψης τού πολίτη, η οποία, απαλλαγμένη από αγκυλώσεις τού παρελθόντος, θα εδράζεται στα νέα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα τής εποχής μας. Είναι περιττό και επικίνδυνο να δημιουργούνται αυταπάτες. Η προ κρίσης περίοδος πέρασε ανεπιστρεπτί για την Ελλάδα, και όχι μόνο, και οφείλουμε ν΄ ακολουθήσουμε το τραίνο τής ιστορίας. Όταν αναθεωρήσουν οι πολίτες, είναι επόμενο πως θ’ αλλάξει και το πολιτικό κατεστημένο, διότι έτσι λειτουργεί η Δημοκρατία, και με ανανεωμένο πολιτικό προσωπικό, νέες ιδέες και πολίτες που θα επιδείξουν την πολιτική ωριμότητά τους, μετά από τα πέντε χρόνια τής κρίσης και της ύφεσης, εκτιμώ πως η Ελλάδα θα καταφέρει ν’ ανακάμψει και να επιστρέψει στο προσκήνιο δυναμικά, όπως αρμόζει στην ιστορία της και όπως οφείλει στις γενιές που έρχονται.

Πολυτεχνείο 1973

  Πρόκειται για ένα σπάνιο υλικό, που κρίθηκε σκόπιμο να δοθεί στη δημοσιότητα αρκετά χρόνια αργότερα. Δεν προσφέρει κάτι σε επιπλέον γνώση, αλλά δίνει στον θεατή μια γεύση τής ατμόσφαιρας που επικρατούσε στο κέντρο των Αθηνών.

ΕΚΕΙ… ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

   «Εδώ Πολυτεχνείο…εδώ Πολυτεχνείο». Είναι η πιο γνωστή, ιστορική φράση της επετείου, μαζί με το σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Επταετία, συνωμοσίες, η Ελλάδα στο γύψο και ,επιτέλους, με την εξέγερση των φοιτητών άρχισε η πτώση τού καθεστώτος. Οι ιστορικές προσεγγίσεις τής περιόδου και, κατ’ επέκταση, τού Πολυτεχνείου, ποικίλλουν, καθώς εξαρτώνται και εμπλέκονται με τις πολιτικές πεποιθήσεις τού προσεγγίζοντος.

  Κανείς δεν αμφισβητεί πως το καθεστώς ήταν δικτατορικό, εκτός από τους νοσταλγούς του, που δυστυχώς στις μέρες μας φανερώνονται με νέα ονόματα. Η ερμηνεία τού Πολυτεχνείου, πως ήταν δηλαδή αποτέλεσμα διαμάχης μεταξύ των χουντικών, για να χρεωθεί στον Γ. Παπαδόπουλο και ν’ απομακρυνθεί από το προσκήνιο, δεν αφαιρεί, ούτε δικαιολογεί την εισβολή τού άρματος μάχης στη σχολή των φοιτητών. Οι συνέπειες τής περιόδου ήταν καταστροφικές με αποκορύφωμα την εισβολή στην Κύπρο.

   Κι έπειτα άρχισε η λεγόμενη μεταπολίτευση. Αποκατάσταση τής Δημοκρατίας, επιστροφή τού Κ. Καραμανλή και μια νέα εποχή ξεκινούσε για την Ελλάδα. Σαράντα χρόνια μετά, και σαράντα ένα μετά το Πολυτεχνείο, η νέα εποχή που ξεκίνησε τότε, μοιάζει ακόμα με μακρινό όραμα των πολιτών, που διψούσαν για «ψωμί, παιδεία και ελευθερία». Στα χρόνια τού μνημονίου το ψωμί είναι το ποσοστό των πολιτών που ζουν κάτω από τα όρια τής φτώχειας, η παιδεία είναι ο ανύπαρκτος και, χωρίς πολιτισμό, διάλογος για το άσυλο των πανεπιστημίων και η ελευθερία έχει πάρει άλλες διαστάσεις, από τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, μέχρι την ελευθεριότητα των πολιτών, που μεταφράζουν την ελευθερία σε ασυδοσία.

  Το γεγονός τού Πολυτεχνείου πέρασε για τα καλά στην ιστορία, κάτι όπως η Επανάσταση τού 1821. Αυτό μαρτυρούν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, που, εάν δεν κάνω λάθος, μόνο μία αθλητική είχε στο πρωτοσέλιδο ως κύριο τίτλο την εξέγερση. Στις πολιτικές υπήρχε αναφορά μόνο στο περιθώριο. Δεν είδα τα πολυσέλιδα αφιερώματα προηγούμενων ετών ή «τα ντοκουμέντα» τής εποχής, που ήρθαν στο φως κι άλλα παρόμοια. Και η αντίφαση είναι πως, ενώ η επέτειος θα μπορούσε να καταστεί μια αφορμή για τη δυσαρέσκεια των πολιτών ενάντια στο μνημόνιο, ωστόσο παρατηρείται το αντίθετο. Πρόκειται απλώς γι’ άλλη μια επέτειο. (ο αντίλογος πως τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυξημένη συμμετοχή στην πορεία των Αθηνών δε σημαίνει κάτι, καθώς θα περίμενε κανείς να είναι εκατομμύρια στους δρόμους).

  Είναι και η γενιά τού Πολυτεχνείου. Η αποτυχημένη γενιά των επαναστατών, που ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση τής χώρας. Τα συνθήματα εξαργυρώθηκαν με θέσεις υπουργικές, συνδικαλιστικές και ευρωπαϊκές και η εξέγερση, αντί για διαχρονικό μήνυμα, κατάντησε μόνο «επέτειος». Ό, τι προοδευτικό και δημοκρατικό προέκυψε μετά την επταετία, εκφυλίστηκε τόσο πολύ, με πρωτεργάτες τους παρόντες στα γεγονότα του’73. Σαν η δράση τους τότε- η όποια δράση τού καθένα- έπρεπε να ανταλλαχθεί αργότερα με θέσεις. Και σταδιακά εκφυλίστηκε η δημοκρατία, το συνδικαλιστικό κίνημα, τα ίδια τα πρόσωπα που συμμετείχαν τότε και πρωτοστατούσαν. Η οικειοποίηση κάθε επανάστασης από την Αριστερά, επομένως και τού Πολυτεχνείου, δεν οδήγησε πουθενά όλα αυτά τα χρόνια, αντιθέτως, η καπήλευση τού Πολυτεχνείου από «Αριστερές» φωνές οδήγησε όλο και πιο πολύ σ’ έναν, παρωχημένο για τις μέρες μας, διαχωρισμό σε δεξιούς και αριστερούς.

  Η σημερινή εποχή δεν είναι τόσο αθώα, όσο εκείνη, και θα αποτιμηθεί και αυτή ιστορικά, όταν έρθει η ώρα. Επιθυμώ όμως να υπογραμμίσω ένα άλλο σύνθημα που ακούγεται στις μέρες μας αρκετά συχνά και, δυστυχώς, χωρίς επίγνωση τού νοήματός του. Πρόκειται για το «Α ρε χούντα που χρειάζεται», συμπυκνώνοντας όλη την συσσωρευμένη οργή τού κόσμου. Όχι κύριοι. Δεν χρειάζεται καμία χούντα, διότι στην χώρα μου μόνο δεινά επέφερε. Εάν χρειάζεται κάτι είναι μια άλλη ανάγνωση τής Δημοκρατίας και τής προσωπικής ευθύνης τού καθένα μας. Υπάρχει μια λεπτομέρεια που διαφεύγει. Η Χούντα επιβλήθηκε, ενώ η κάθε κυβέρνηση εκλέγεται. Ας αναρωτηθεί λοιπόν ο καθένας μας ξεχωριστά…

Ας μιλήσει το DNA

   Οι ανακαλύψεις-αποκαλύψεις για τον τάφο τής Αμφίπολης, και τον σκελετό που βρέθηκε σε αυτόν, ανέβασαν το θέμα υψηλά στην ατζέντα των ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων, πόσο μάλλον στα ελληνικά μέσα, που πιθανόν να έφτασαν και σε σημείο υπερβολής (η υπερβολή σχετίζεται με τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων προς τους «ειδικούς» για το τί μπορεί ν’ αποκαλύψει το DNA). Ασχέτως εάν διαφωνώ με τον επικοινωνιακό χειρισμό τής υπόθεσης, σαν Έλληνας χαίρομαι που ακούγεται η χώρα μου στο εξωτερικό, με αφορμή μια καλή είδηση. Μία είδηση που δεν περιορίζεται γεωγραφικά, αλλά προκαλεί παγκόσμιο ενδιαφέρον.

  Δυο μέρες τώρα, που δημοσιοποιήθηκε το νέο εύρημα, η διαπίστωσή μου είναι πως τον κόσμο δεν τον αφορά το θέμα, ή δεν τον ενδιαφέρει στο βαθμό που θα τον ενδιέφερε άλλοτε (την αποκάλυψη ακολούθησε βέβαια η αυθόρμητη ελληνική αντίδραση με καυστικά ανέκδοτα για τον νεκρό).  Όσο στολισμένη κι εάν ήταν η είδηση, όλοι περίμεναν να τελειώσει, για ν’ ακούσουν τι θα περιλαμβάνεται τελικά στις 100 δόσεις. Ένα τόσο εξειδικευμένο θέμα, όσο κατάλληλα και να προβληθεί, δε μπορεί να σταθμιστεί με κάτι που αγγίζει, σχεδόν, το σύνολο τής κοινωνίας. Αρχαιολόγοι, συντηρητές έργων τέχνης, ειδικευμένοι αναστήλωσης μνημείων, και άλλες σχετικές ειδικότητες, απλώς συμπληρώνουν την είδηση. Οι πολίτες, αντιμέτωποι γι’ άλλη μια φορά με παλινωδία τής κυβέρνησης, λίγα καταλαβαίνουν από αυτά που ακούν, και τελικά δεν τους νοιάζει πότε θα ανακοινωθούν τ’ αποτελέσματα τής εξέτασης τού νεκρού.

  Αποδεικνύεται έτσι ο κανόνας τής ιστορίας. Σε περιόδους πολέμου δεν παράγεται, πόσο μάλλον, δεν εκτιμάται η τέχνη. Σε πόλεμο δε βρισκόμαστε, αλλά τα πρακτικά προβλήματα τής καθημερινότητας δεν αφήνουν την πολυτέλεια να επεξεργαστεί ο κόσμος κάτι που αφορά, προς το παρόν, μια μικρή ομάδα επιστημόνων (επιφυλάσσομαι και για το μέλλον, εάν δηλαδή θα αξιοποιηθεί η Αμφίπολη όπως πρέπει, τουριστικά και επιχειρηματικά, προς όφελος τής περιοχής και τής Ελλάδας γενικότερα). Και, επειδή πλησιάζει η επέτειος τού Πολυτεχνείου, υπενθυμίζω πως όποια μορφή τέχνης παρήχθη κατά τη διάρκεια τής επταετίας, αποτιμήθηκε μετά από αυτήν. Πλην των δημοσιογράφων και των διαδικτυακών μέσων, όσοι ενδιαφέρθηκαν, ή εξέφρασαν άποψη και αγωνία για τον τύμβο, ανήκουν σε μια κατηγορία πολιτών που έχουν εξασφαλίσει τα αναγκαία, και όχι μόνο, κι έχουν το περιθώριο ν΄ασχοληθούν και να προβληματιστούν με κάτι επιπλέον.

  Είναι κρίμα να πέφτει το ανάθεμα στο νεκρό τής Αμφίπολης -μπορεί να υπάρξουν κι άλλοι φημολογείται-, επειδή δεν υπάρχει η διάθεση και ο ενθουσιασμός για την εξέλιξη μιας σημαντικής ανακάλυψης. (Δε μ’ άρεσε π.χ. το σχόλιο τηλεθεατή σε πρωινή ενημέρωση, ο οποίος έγραψε «μας ζαλίσατε με το νεκρό και τους τάφους, πείτε μας τι θα πληρώσουμε…»συνεχίζοντας το μήνυμά του στο ίδιο ύφος. Δε μ’ άρεσε, αλλά ταυτόχρονα δε μπορώ να μην τον δικαιολογήσω, γιατί απλούστατα, ό, τι κι αν αποκαλύψει το DNA, δε θα βελτιώσει απολύτως σε τίποτα την καθημερινότητά του.)

  Επομένως χρειάζεται ιεράρχηση των πραγμάτων. Υπάρχει η ανάγκη τής καλής είδησης, αρκεί αυτή να αφορά το σύνολο. Διαφορετικά οι εμπλεκόμενοι καταντούν γραφικοί και γίνονται αντικείμενο χλεύης. Ο σοφός λαός μας (εύχομαι ν’ αποδεικνύει συνεχώς τη σοφία του) λέει πως το «νηστικό αρκούδι δε χορεύει». Αντίστοιχο νόημα έχει και η γνωστή φράση της Αντουανέτας για το περίφημο πεντεσπάνι. Κατά τον ίδιο τρόπο, σήμερα, παρατηρείται ένας «νηστικός» λαός να παρακολουθεί «Αντουανέτες», που του εξηγούν μια δυσνόητη ορολογία, η οποία λίγο τον ενδιαφέρει. Και, κατά τη γνώμη μου, το άδικο είναι πως αυτές οι «Αντουανέτες» -άθελά τους θα πω καλοπροαίρετα- προκαλούν τελικά τον υποβιβασμό και την αποστροφή τού κόσμου προς ένα, ομολογουμένως, σπουδαίο μνημείο.

 

Μια πρόταση για τα λαχεία προς τους Δήμους

Εν μέσω κρίσης είναι δυνατόν να βρεθούν λύσεις άντλησης κεφαλαίων με τρόπους που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «παραγωγικά ανορθόδοξοι». Αρκεί να υπάρχει διάθεση και εμπειρία.

Η φρενίτιδα που παρατηρήσαμε την περασμένη εβδομάδα για το «τζόκερ» δεν κατέδειξε τίποτα περισσότερο από την επιτυχημένη «διαχείριση» της τύχης τόσο επικοινωνιακά, όσο και οικονομικά για όσους εμπλέκονται με την διαδικασία αυτή. Δεν θα πρέπει δε να μας ξενίζει το γεγονός ότι σε αρκετές χώρες της Ευρώπης η μέθοδος του «λαχείου» χρησιμοποιείται ευρέως για την άντληση χρημάτων από φορείς και οργανισμούς μέσα σε πλαίσια νομικά και θεσμικά κατοχυρωμένα.

Η πρόσφατη δημοσιότητα παρέχει μία εξαιρετική ευκαιρία τους Δήμους να πρωτοπορήσουν. Εφόσον υπάρχει ανάγκη και οι Δήμοι έχουν οριοθετήσει τις προτεραιότητές τους με βάση την κοινωνική προσφορά (κοινωνικά ιατρεία, βρεφονηπιακοί σταθμοί, χώροι στέγασης αστέγων κλπ) μπορεί να δομηθεί κατά περιόδους η έκδοση «Δημοτικών Λαχείων» ανά Δήμο ή Νομό προκειμένου να συγκεντρώνονται πόροι για την στήριξη αυτών των δραστηριοτήτων.

Η προσαρμογή του νομικού πλαισίου, καθώς και ο συνολικός σχεδιασμός και παρακολούθηση, μπορεί να γίνει είτε από ειδική και ανεξάρτητη επιτροπή των Δήμων, είτε από την Περιφέρεια. Είναι καιρός να αντιληφθούμε όλοι πως η κρίση απαιτεί ευρηματικότητα. Τα οικονομικά θέματα δεν επιλύονται μόνον μέσα από μία «λογιστική» και τυποποιημένη συλλογιστική. Ίσως αυτό να είναι το ζητούμενο από εδώ και στο εξής για την αντιμετώπιση θεμάτων κοινωνικής στήριξης.

Ουρές απελπισίας

 301014213550_0709

  Εάν ρωτήσουμε έναν πολίτη τί είναι αυτό που τον ενοχλεί περισσότερο στη λειτουργία και στις υπηρεσίες τού κράτους, μία από τις πιο δημοφιλείς απαντήσεις θα είναι σίγουρα οι ουρές. Ουρές στην εφορία, στις τράπεζες,στα ταχυδρομεία,στον ΟΑΕΔ, στα νοσοκομεία, κτλ.  Δεν το αμφισβητεί βεβαίως κανένας, καθ’ ότι είναι πρόβλημα υπαρκτό και καθημερινό. Δικαίως παραπονιέται ο οποιοσδήποτε, που χάνει όλο του το πρωινό για να διεκπεραιώσει μία υπόθεση, η οποία τελικά μπορεί να απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Άπαντες σύμφωνοι με αυτή την παραδοχή στην χώρα τής γραφειοκρατίας.

  Εχθές πολλοί Έλληνες στήθηκαν σε μια άλλη ουρά, διαφορετική. Σε μια ουρά για την οποία δεν παραπονέθηκαν, αλλά περίμεναν υπομονετικά. Σε αυτή των πρακτορείων ΟΠΑΠ για το περίφημο τζακ-ποτ τού τζόκερ, που μοίρασε τελικά, σχεδόν, 18,5 εκατομμύρια ευρώ (άδικο τελικά σε τέτοια εποχή να μοιράζονται τόσα χρήματα σε δύο μόνο άτομα). Στο πρώτο λεπτό, μετά την κλήρωση, όλες οι ειδησεογραφικές και μη ιστοσελίδες είχαν πρώτο θέμα τούς τυχερούς αριθμούς και, λίγο μετά, την ανακοίνωση πως υπάρχουν δύο υπερτυχεροί, ενώ παίχτηκαν κάτι περισσότερο από 3 εκατομμύρια δελτία. Οι ειδήσεις των καναλιών, πριν την κλήρωση, έδειχναν πλάνα από διάφορα πρακτορεία και ουρές, με τα δελτία ανά χείρας, από ανθρώπους που προσδοκούσαν. Παιδιά, που κατά παράδοση είναι «γούρικα», υπαγόρευαν αριθμούς και οι ιδιοκτήτες δεν σταματούσαν να δίνουν ρέστα, αποδείξεις και δελτία.

  Η εικόνα ήταν μάλλον θλιβερή. Χιλιάδες ανθρώπων εναπόθεσαν τις ελπίδες τους σε 6 αριθμούς, εκφράζοντας στην κάμερα, ή γράφοντας στα social media, τα όνειρά τους. Όνειρα και σχέδια που όλοι έχουμε κάνει κατά καιρούς εάν κερδίζαμε χρήματα. Το χιούμορ  δεν έλειψε, αλλά και πάλι δεν ήταν ικανό να καλύψει την αγωνία, την επιθυμία για επιτυχία. Νομίζω πως η σωστή λέξη είναι πόθος. Περιμένοντας να επικυρώσουν τα δελτία, παρατηρούσες τον πόθο στις κινήσεις και στο βλέμμα τους. Τον πόθο για διαφυγή από το σήμερα. Τον πόθο για μια εξέλιξη που θα εξασφάλιζε (;) σιγουριά από’δω και στο εξής, που θα παρείχε βεβαιότητα για το μέλλον, χωρίς άγχος για λογαριασμούς, δάνεια και δόσεις. 

   Η εικόνα ήταν θλιβερή, τόσο θλιβερή, αντιστρόφως ανάλογη με τις πιθανότητες που διατυμπάνιζαν τα κανάλια πως υπάρχουν για να προβλέψει κανείς και τους 6 αριθμούς. Στα εκατομμύρια των δελτίων και των στηλών που παίχτηκαν, μόνο δύο προέβλεψαν σωστά. Και τον πόθο διαδέχτηκε η πίκρα και η απογοήτευση. Κι ένα «γιατί όχι σε μένα ή πότε είχα τύχη για να έχω και τώρα»; Τουλάχιστον, πριν την κλήρωση, πολλοί Έλληνες έκαναν ωραίες σκέψεις. Ανεξάρτητα από την έκβαση και το ποσό που έχασε ο καθένας ξεχωριστά, στο σύνολό τους στοχάζονταν ευχάριστα για το τί θα κάνουν εάν κερδίσουν. Στη μουντή καθημερινότητα, στη μαύρη, στην δίχως φως, μια ελάχιστη πιθανότητα στάθηκε αρκετή για θετικές σκέψεις.

 Αισθάνθηκα όμορφα, και περήφανος ίσως, διότι στην πλειονότητά τους, όσοι ερωτήθηκαν για το τι θα κάνουν εάν κερδίσουν, συμπεριέλαβαν τους συνανθρώπους τους που υποφέρουν. Έβγαινε μια αλληλεγγύη από τα λόγια τους, που ευτυχώς και αποδεδειγμένα ο Έλληνας δεν έχει χάσει. Συγχαρητήρια λοιπόν στους τυχερούς, και, επειδή θα ξανασυμβεί κάτι αντίστοιχο, εύχομαι οι θετικές σκέψεις να επιστρέψουν σύντομα. Είναι ωραία τα όνειρα..

 

Συνέντευξη στον Σκάι Πάτρας 89,4 (6-11-14)

 – Επιτήρηση έχουν όλες οι χώρες τής Ευρωζώνης.

 -Το πρόβλημα είναι πως νομοθετήματα για την επιχειρηματικότητα δεν κατατέθηκαν 2 χρόνια πριν

 -Ως προς τα κόκκινα δάνεια, η κυβέρνηση πρέπει να ξεκαθαρίσει πού σταματάει ο νόμος Κατσέλη και που υπεισέρχονται οι νέες ρυθμίσεις

 -Οι καταθέσεις είναι εξασφαλισμένες και μπορούμε να συζητάμε για την επόμενη ημέρα, χρειάζεται όμως ευρηματικότητα και διεισδυτικότητα στο πώς νομοθετούμε από ‘δω και στο εξής

 -Οι αγορές χρειάζονται προσέγγιση με πολιτική ισορροπία

 -Υπάρχει έλλειψη κεντροαριστερού χώρου, αλλά πώς θα ονομαστεί η συμπόρευση των δυνάμεων θα φανεί στην πορεία

Τι είδα σήμερα

   Είδα ένα χαλασμένο φανάρι. Ώρα αιχμής και στη διασταύρωση άπαντες είχαν προτεραιότητα. Οι κόρνες κόντευαν να κολλήσουν και βιαστικά έκλεισα τους καθρέφτες, γιατί κάποιο μηχανάκι θα έπεφτε πάνω τους. Οι πεζοί έκαναν ακροβατικά για να περάσουν απέναντι. Δεν θα περιγράψω τους διαπληκτισμούς, γιατί όλοι γνωρίζουμε τι ειπώνεται σε τέτοιες περιστάσεις. Και όταν η ώρα είναι 8 και κάτι το πρωί, τα νεύρα τεντώνονται ακόμα περισσότερο. Οι λευκές λωρίδες στην άσφαλτο και το STOP στην πινακίδα λίγη σημασία έχουν. Δίπλα μου μια μηχανή με συνεπιβάτη ένα παιδί γύρω στα 12. Μάλλον θα καθυστέρησε στο σχολείο σήμερα. Έμεινα εκεί σχεδόν δέκα λεπτά, προσπαθώντας ανάμεσα σε φωνές και κόρνες ν’ ακούσω ράδιο. Από τον καθρέφτη έβλεπα δύο νεαρούς στο πίσω αυτοκίνητο να χαμογελούν και νομίζω πως διασκέδαζαν με την κατάσταση, σε αντίθεση με τον πατέρα στη μηχανή, που μάταια προσπαθούσε να προχωρήσει.

  Και ξαφνικά συμβαίνει το αναπάντεχο. Κάποιος δίνει προτεραιότητα για να ξεμπλοκάρει το ρεύμα που βρισκόμουν κι εγώ. Η μηχανή βρήκε χώρο κι έφυγε πολύ μπροστά μου. Η προτεραιότητα, που είχε την καλοσύνη να δώσει ο άνθρωπος, απέδωσε πολλά κορναρίσματα από αυτούς που βρίσκονταν πίσω του, μπορεί και κάποιες χειρονομίες, και σ’ εμάς λίγα μέτρα μέχρι τη στροφή. Οι πεζοί εκνευρισμένοι, διότι η διάβαση ήταν το προπορευόμενο από μένα αυτοκίνητο. Μέσα σε δέκα λεπτά έγιναν τρεις μικροδιαπληκτισμοί. Έβαλα πρώτη και βρέθηκα, επιτέλους, στη διασταύρωση.  Ευτυχώς δεν περίμενα πολύ, γιατί ένας οδηγός λεωφορείου εκείνη τη στιγμή, προκειμένου να κλείσει το δρόμο, προτίμησε να με αφήσει να περάσω. Και εμένα και τον νεαρό πίσω μου.

  Είναι μία από αυτές που ονομάζουμε ιστορίες καθημερινής τρέλας. Γιατί δε λειτουργούσε το φανάρι σε ώρα αιχμής; Δε γνωρίζω. Γιατί, αφού δε λειτουργούσε, δεν έσπευσε ένας τροχονόμος να ρυθμίσει την κυκλοφορία; Ούτε αυτό είναι δυνατόν να ξέρω. Η Περιφέρεια, που έχει την ευθύνη, δεν φρόντισε για το φανάρι εγκαίρως και η τροχαία, με τις περικοπές λόγω κρίσης, πού να βρει προσωπικό για τη ρύθμιση τής κυκλοφορίας… Αυτή είναι η εύκολη κριτική, η ανώδυνη, και, σχεδόν, ανεύθυνη.

   Ας υποθέσουμε πως είχε κοπεί το ρεύμα. Υπήρχε η σήμανση, στην οποία κανείς δεν έδινε σημασία. Σε αυτό δε φταίει η κρίση. Στον αναβάτη τής μηχανής, που δεν φρόντισε να φοράει κράνος ούτε αυτός, ούτε το παιδί που είχε μαζί του, δε τού φταίει το μνημόνιο. Στους οδηγούς που έκαναν αναστροφή, ας απαγορεύεται…τέτοια ώρα τέτοια λόγια,  δεν τους φταίει η κακοδιαχείριση τής χώρας από τους πολιτικούς. Ο άνθρωπος που φιλοτιμήθηκε κι έδωσε προτεραιότητα κάποια στιγμή, τόλμησε αυτό που δεν τολμά η πλειονότητα και εισέπραξε τη δυσφορία των οχημάτων πίσω του. Στο σύνολό τους, όλοι αυτοί, παρακολουθώντας ειδήσεις ή περιμένοντας σε κάποια ουρά εφορίας, θα δυσανασχετούν και θα τα βάζουν με το «σύστημα», που βολεύει τους δικούς του και ο κόσμος πεινάει. Και, παρεμπιπτόντως, ίσως αναφερθούν και σ’ ένα χαλασμένο φανάρι, που τους βασάνισε το πρωί και άργησαν στη δουλειά, ή αργοπόρησε το παιδί στο σχολείο, βάζοντάς τα πάλι με το «σύστημα» και την τροχαία, που μόνο κλήσεις ξέρει να μοιράζει.

  Ας κρίνουμε και λίγο εμάς. Τη νοοτροπία μας. Δεν αντιλέγω για τα δεινά που έχει επιφέρει η κρίση και οι λανθασμένες πολιτικές. Αυτό  είναι αλήθεια  κι έχει καταντήσει στερεότυπο να το λέμε συνεχώς. Η καθημερινότητά μας όμως αποδεικνύει πως τελικά δε θέλουμε ν’ αλλάξει κάτι. Μικρά πράγματα τής καθημερινότητας και δε θέλουμε να τα αλλάξουμε. Έτσι μάθαμε κι έτσι συνεχίζουμε, έχοντας μόνιμη απαίτηση όμως ν’ αλλάξουν οι άλλοι. Εάν δεν αναθεωρήσουμε τα μικρά, τα μεγάλα δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν. Εάν οι οδηγοί μπορούσαν να αυτορυθμίσουν την κυκλοφορία βάσει των σημάτων και επιδεικνύοντας, στοιχειωδώς, καλή διάθεση, δεν θα γινόταν πρωί-πρωί τέτοιο μποτιλιάρισμα. Το κράτος είναι οι πολίτες του, το οποίο διοικείται από αυτούς που επιλέγουν αυτοί οι πολίτες. Και όσο οι πολίτες δεν αλλάζουν, ούτε η πολιτική αλλάζει.

   Στα δέκα λεπτά που έμεινα σε αυτή τη διασταύρωση για ένα πράγμα θεωρώ υπεύθυνη την κρίση. Για τον εκνευρισμό, που ήταν διάχυτος σε όλους, και κυρίως στους πεζούς. Οι Έλληνες δε φημίζονται για την οδηγική συμπεριφορά τους, αλλά τέτοιες γενικεύσεις πρέπει να πάψουν ν’ αποτελούν δικαιολογίες, εάν θέλουμε να έρθουν καλύτερες ημέρες. «Τού Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει», λέει μια άλλη γενίκευση, αλλά τελικά τον υφιστάμεθα σήμερα, υπό άλλη μορφή βέβαια, για έναν λόγο και μοναδικό. Επειδή, όταν έπρεπε, δε μπορέσαμε να αυτορυθμίσουμε τα δικά μας πράγματα.