Ένα νέο αναπτυξιακό restart, μπορεί να είναι μπροστά μας

ΜΕΝΟΝΤΑΣ Σπίτι όλοι αυτή την εποχή σπίτι  και παρακολουθώντας τις εξελίξεις, θυμόμαστε πως δεν έχει περάσει αρκετός καιρός από την περίοδο της ευφορίας των διεθνών αγορών  για την καθοδική πορεία των επιτοκίων των ομολόγων.
Μία περίοδος όμως, κατά την οποία η στρεβλότητα του συστήματος είχε αρχίσει σε μερικά σημεία να γίνεται εμφανείς, σε όσους είχαν την δυνατότητα να «διαβάσουν» τα δεδομένα.
Όσοι είχαμε διαγνώσει το πρόβλημα, είχαμε αντιληφθεί πως για να υπάρξει διόρθωση της στρεβλότητας και εξομάλυνση – οι αγορές πάντα αυτοδιορθώνονται –αρκούσε μία αφορμή, ένα «πρόσχημα» για  να οδηγηθούμε σε σε οικονομική εξομάλυνση. Άλλωστε, ιστορικά οι κρίσεις των αγορών, συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας το 2008, προκαλούνται από την διόρθωση στρεβλοτήτων. Το ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πόσο σύντομα και αποτελεσματικά αντιμετωπίζονται οι κρίσεις αυτές με στόχο στην ταχύτερη αναζήτηση του επόμενη αναπτυξιακού κύκλου.

Ήταν αδύνατο άλλωστε, να μην προκαλούσε προβληματισμό – σε όσους γνωρίζουν την ανάγνωση των αγορών- το γεγονός ότι η απόδοση του 5ετούς ελληνικού ομολόγου λίγο πριν την παγκόσμια κρίση του «κορωνοϊού» βρισκόταν στο 0,3%, λίγο χαμηλότερη από εκείνη της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης. Σήμερα η απόδοση κινείται στο 1,9%, έχοντας ουσιαστικά εκτοξευθεί κατά περισσότερο από 500%.

Δυστυχώς, η διαρκής ποσοτική χαλάρωση των κεντρικών τραπεζών μετά το 2008, χωρίς ριζική δομική αλλαγή των λειτουργιών των οικονομιών της Ευρωζώνης, προκάλεσε ένα εκρηκτικό μείγμα αρνητικών εξελίξεων στις αγορές. Αρκούσε μία πρωτόγνωρη πανδημία για να αναδείξει τις αδυναμίες αυτές και να προκαλέσει ένα παγκόσμιο κλυδωνισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων και μία κρίση η διάρκεια της οποίας παραμένει ακόμα απροσδιόριστη.

Αυτά ως επισημάνσεις επί των οικονομικών δεδομένων.
Το βασικό ερώτημα όμως τόσο για τα διεθνή, όσο και το εγχώριο χρηματιστήριο, παραμένει το κατά πόσο οι κεφαλαιαγορές οδεύουν προς την τελική φάση προεξόφλησης των χειρότερων σεναρίων για τις οικονομίες.
Τις επόμενες εβδομάδες θα αρχίσει να φαίνεται το μέγεθος της ζημίας. Αν επαληθευθεί η μέχρι σήμερα ιστορική πρακτική της  προεξόφλησης εξελίξεων, θα μπορούσε να γίνει μία πρώτη εκτίμηση πως το δυναμικό καθοδικό κανάλι οδεύει προς το τέλος του καθώς έχει έστω και μερικώς αποτιμηθεί το μέγεθος της ζημίας για τις οικονομίες. Οι εκτιμήσεις βέβαια διαφέρουν. Το σίγουρο όμως είναι πως μετά τα μέτρα προστασίας από τον κορωνοϊό θα πρέπει να αξιολογηθεί και η αμεσότητα των οικονομικών μέτρων που θα αποφασισθούν.

Η κρίση του 2008 βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη και αδύναμη να αντιληφθεί την αναγκαιότητα πολικών υποστηρικτικών. Ευτυχώς υπήρξε ο Μάριο Ντράγκι και μπόρεσε η Ευρωζώνη να ισορροπήσει, παρά το γεγονός ότι η αναπτυξιακή της πορεία είχε εισέλθει σε προβληματική φάση τον τελευταίο χρόνο. «Whatever it takes” είχε πει ο Ντράγκι και οι αγορές εκτοξεύθηκαν. Σήμερα μία ίδια λεκτική προσέγγιση δεν μπόρεσε να αντιστρέψει το κλίμα.

Το Eurogroup της 16ης Μαρτίου αποφάσισε να κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για την αντιμετώπιση των έκτακτων καταστάσεων που διαμορφώνονται για την υγεία των πολιτών και την οικονομία. «Θα κάνουμε ότι χρειαστεί, είμαστε έτοιμοι για όλα», είπε ο Μάριο Σεντένο. Είπε επίσης ότι «αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε πλήρως όλη την ευελιξία που παρέχεται για όλα τα κράτη μέλη», απαντώντας σε ερώτηση που αφορούσε τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που υπάρχουν εξαιτίας της μεταμνημονιακής παρακολούθησης στην Ελλάδα. Στον τομέα αυτό η χώρα σίγουρα βγήκε κερδισμένη.

Οι θετικές προσεγγίσεις ως προς την χώρα μας από την «χαλάρωση του Συμφώνου» είναι βέβαιες, αρκεί τα συνολικά μέτρα της Ευρωζώνης να ανακοινωθούν άμεσα σε όλη τους την έκφανση. Συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν τον ESM και τον νέο ρόλο που θα κληθεί να διαδραματίσει. “Whatever it takes” υπό τις παρούσες συνθήκες πρέπει να μεταφρασθεί σε προώθηση όλου του οπλοστασίου άμεσα. Μόνον τότε οι αγορές θα σταματήσουν να δοκιμάζουν την αντοχή του διεθνούς επενδυτικού εδάφους.

Σίγουρα η οικονομία θα περάσει μία ακόμα «κάμψη» την στιγμή που άρχισε να αναπνέει. Η μνημονιακή εμπειρία και ο τρόπος διαχείρισης κρίσεων ίσως δώσει την δυνατότητα γρήγορης αντίληψης και άμεσων μέτρων για την στήριξή της. Οι εξαγγελίες που γίνονται και έγιναν είναι σίγουρα προς την σωστή κατεύθυνση. Προς την κατεύθυνση δε αυτή είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να συνδράμουμε καταγράφοντας πιθανές παραλήψεις ή λάθη του παρελθόντος για να τα αναδείξουμε μόλις η κρίση περάσει και θα συζητάμε για την επόμενη μέρα. Μία ημέρα που θα μπορούσε να αποτελέσει το εφαλτήριο για μία νέου τύπου «υβριδική» εκκίνηση της αναπτυξιακής πολιτικής. Αρκεί ο σπόρος να επιλεγεί εν μέσω της κρίσης και της προσπάθειας ανάταξης.

Για όσους παρακολουθούν το «limit down» των χρηματιστηρίων, σίγουρα οι εξελίξεις προς το παρόν έχουν αρνητικό πρόσημο. Όμως, για επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα παρουσιάζονται μοναδικές ευκαιρίες. Ευκαιρίες μίας γενιάς ίσως. Μπορεί να βρισκόμαστε σε επίπεδα στήριξης 1990 ως προς το ΧΑ. Άλλωστε, και στις τρείς περιόδους που μέχρι σήμερα οι αγορές –κυρίως το χρηματιστήριο της ΝΥ- βρέθηκαν σε «αχαρτογράφητα» υπερπωλημένα επίπεδα, επανήλθαν σε ανοδική τροχιά εντός των επόμενων τριών και έξι μηνών με εξαίρεση το 2008 που χρειάσθηκε ένα έτος για να επιστρέψει σε θετικό έδαφος. Ίσως η παρούσα κρίσι να αναδείξει ακόμα περισσότερο την ανάγκη οι κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν να ασκούν ανεξάρτητη πολιτική εκτός της σφαίρας επιρροής των πολιτικών.

Οπλισμένοι με υπομονή και σύνεση πορευόμαστε μέχρι την έξοδο από την κρίση.  

Η ευκαιριακή ανάπτυξη στην δίνη ενός κοροναιου

Τα χρηματιστήρια διαλύθηκαν εξαιτίας ενός κοροναιου. Τα ποιο αδύναμα και ρηχά – όπως το Χρηματιστήριο Αθηνών- διαλύθηκαν περισσότερο. Ίσως επειδή η οικονομία είναι ποιο αδύναμη. Ίσως επειδή η στρατηγική ανάπτυξης βασίζεται σε ευκαιριακά κέρδη ή σε τομείς μη δομικής αναπτυξιακής προοπτικής. Σε αυτές τις περιπτώσεις αρκεί ένας φόβος για να προκαλέσει πανικό. Αν η οικονομία έχει βάσεις και προοπτική ο πανικός μεταφράζεται σε ευκαιρία. Αν όχι τότε ο φόβος εξαπλώνεται και δημιουργεί δομικό πλέον ψυχολογικό οικονομικό αρνητισμό. Η παρούσα κρίση των αγορών θα δείξει –ανάλογα με τα αντανακλαστικά που θα επιδείξει το οικονομικό επιτελείο – σε ποια κατηγορία θα βρίσκεται η χώρα την επόμενη μέρα της κρίσης.

Τα τελευταία δύο – ίσως και περισσότερα- χρόνια παρατηρείται το οξύμωρο φαινόμενο η αναπτυξιακή προσέγγιση των τραπεζών , funds και πολλών ιδιωτών να στοχεύει στον κλάδο των ακινήτων. Ελάχιστη αναφορά  σε βιομηχανική παραγωγή και καινοτομία. Εκτός βέβαια από τον κλάδο της ενέργειας. Ενώ δηλαδή το ζητούμενο της τραπεζικής ανάταξης είναι η διαχείριση – επί τέλους- των κόκκινων δανείων, αυτές εμφανίζονται με επενδυτική στόχευση την αγορά των ίδιων ακινήτων που η κρίση ευτέλισε την αξία των και οι τράπεζες κινούνται να εξυγιάνουν. Ενώ η δομική ανάπτυξη δεν χρηματοδοτείται, αναδεικνύεται μία νέα τάση «επιτυχίας», είτε με εισαγωγή εταιριών ακινήτων στο χρηματιστήριο – ποιο χρηματιστήριο άραγε – είτε μέσω απευθείας επενδύσεις από τις τράπεζες.

Τα περί προστασίας της πρώτης κατοικίας ή των αδυνάμων, μάλλον για λόγους επικοινωνίας αναφέρονται, καθώς τα funds μέχρι σήμερα δεν φημίζονται για την κοινωνική τους ευαισθησία. Το θέμα βέβαια δεν είναι η απόλυτη ή μερική προστασία της πρώτης κατοικίας. Το βασικό ζητούμενο είναι ο συνολικός μετασχηματισμός της αναπτυξιακής προσέγγισης με στόχο την ανάδειξη των παραμέτρων ενεργοποίησης των κοινωνικών αντανακλαστικών που βρίσκονται σε ύπνωση λόγω της κρίσης.

Προφανώς ο νόμος Κατσέλη υπήρξε ο μοναδικός νόμος της κρίσης που ανέδειξε το κοινωνικό πρόσωπο του κράτους. Έκτοτε προέκυψε μόνον χαοτική προώθησης μίας μνημονιακής πολιτικής σκληρής και απρογραμμάτιστης. Προτιμήθηκε η εύκολη διέξοδος των άμεσων λύσεων από την εκ βάθρων αλλαγή νοοτροπιών, προς έναν νέο τρόπο διακυβέρνησης με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η σκληρότητα παγιοποιήθηκε. Προεκτείνεται δε σήμερα με γνώμονα την ενεργοποίηση στοχευμένων μόνον πολιτικών – εν μέσω της νωχελικής ανάπτυξης της οικονομίας.

Η πολιτική αυτής της μορφής μπορεί να αποδίδει βραχυπρόθεσμα. Είναι όμως αναχρονιστική ως προς την αντιμετώπιση των διεθνών εξελίξεων και του νέου παγκόσμιου μετασχηματισμού των οικονομικών ισορροπιών.

Μπορεί τα νούμερα να ανθίζουν. Όμως, στην βάση του προβλήματος των κόκκινων δανείων και της αδυναμίας λειτουργίας των τραπεζών, είναι λάθος να επικρατούν ακόμα θεωρήσεις που προάγουν το επόμενο success story ως αυτό του κλάδου της ακίνητης περιουσίας. Για να είμαι δίκαιος δε, οφείλω να αναδείξω επίσης το γεγονός πως η τακτική αυτή δεν αποτελεί ίδιον μόνον των ελληνικών τραπεζών, αλλά παρατηρείται ως τάση διεθνώς. Άλλωστε, με αρνητικά επιτόκια τόσο οι τράπεζες, όσο και τα funds πρέπει να αναζητήσουν αποδόσεις που να συνεχίσουν να κινούν τον επενδυτικό τροχό. Τα χρηματιστήρια αποτελούν την βασική διέξοδο. Όμως έχουν μεταπτώσεις όπως παρατηρήσαμε τις τελευταίες μέρες. Τα ακίνητα χαράσσουν σταθερές ως επί το πλείστο πορείες. Ανοδικές ή καθοδικές. Στην άνοδο όμως διαμορφώνονται οι νέες φούσκες.

Στην ελεύθερη οικονομία όλα είναι θεμιτά. Όμως όσοι προχωρούν σε προβλέψεις και διαγνώσεις, θα πρέπει να θυμούνται πως οι περιουσίες που σήμερα «αλλάζουν χέρια» σε τιμές ελκυστικές, κτίσθηκαν από το υστέρημα βασισμένο στην διαχρονική κουλτούρα των Ελλήνων να έχουν γη και «ένα κεραμίδι πάνω απ΄το κεφάλι τους». Το success story των «νοικοκυρέων» των προηγούμενων δεκαετιών, τείνει να εκφυλισθεί σε success story ολίγων εις βάρος εκείνων που σήμερα κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους. Αυτή η νέου τύπου προσέγγιση διαμορφώνει νέες κουλτούρες. Διαλύει όμως την κουλτούρα πολλών γενεών.

Από οικονομικής πλευράς διαμορφώνεται μία στρεβλότητα που σύντομα θα αναδείξει ταυτόχρονο οικιστικό πρόβλημα – στην βάση φούσκας- στις μεγάλες πόλεις. Εν μέσω κυοφορούμενου κοινωνικού προβλήματος, μορφής άγνωστης μέχρι σήμερα στην χώρα. Τα ερωτήματα δε που προκύπτουν είναι δύο: α) Αντιλαμβάνεται το πολιτικό σύστημα που οδηγεί η πολιτική των αριθμών χωρίς κοινωνική στήριξη; β) Υπάρχει γνώσει που να επιτρέπει να συνδυάζεται κάθε προωθούμενη πολιτική με διάθεση για ανατροπές; Άλλωστε τα βασικά συστατική της κρίσης δομήθηκαν δεκαετίες πριν στην βάση αδυναμίας επιβολής λύσεων ορθολογικών προς χάριν του εύκολου  -για λόγους ψηφοθηρικούς – πολιτικού χαϊδέματος. Το πρόβλημα βαραίνει το σύνολο του πολιτικού συστήματος.

Τα κομματικά επιτελεία όμως οφείλουν να αντιληφθούν πως ή όποια τυχόν αποτυχία της Κυβέρνησης να δώσει λύσεις δεν θα προσδώσει πολιτικούς πόντους σε ένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το πρόβλημα έχει βαθύτερες ρίζες και οι πολίτες το γνωρίζουν πλέον. Η αδυναμία παραγωγής ουσιαστικού πολιτικού λόγου από πλευράς προτάσεων δεν πρέπει να οδηγεί εκ νέου σε πολιτικό καιροσκοπισμό. Άλλωστε, η προοδευτικότητα απαιτεί ρίξεις, προωθημένες ενέργειες και την ουσιαστική ανάδειξη λύσεων μέσω προτάσεων με στόχο την επανασύσταση της κοινωνικής συνοχής.

Το σχέδιο «Ηρακλής» σε συνδυασμό με παράλληλα μέτρα είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Όμως, για τα ακίνητα εκείνα που δεν έχουν καταλήξει στα funds καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα ελάχιστες ως ανύπαρκτες ήταν οι αντιδράσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Ο προσδιορισμός αυτής της διάστασης σήμερα – από όπου και αν προέρχεται – δεν μπορεί παρά να αποτελεί οξύμωρο ως ανάδειξη ρηχών πολιτικών αντανακλαστικών. Ελάχιστοι αντιδρούσαν για τον απλούστατο λόγο ότι δεν γνώριζαν πώς να αντιδράσουν εν μέσω των συνεχών καθυστερήσεων των τραπεζών να «καθαρίσουν την μπουγάδα» τους. Τώρα οι όποιες αντιδράσεις δεν είναι παρά δάκρυα πάνω από την χυμένη καρδάρα με το γάλα.

Η ουσία δεν είναι να σωθούν κάποια σπίτια πραγματικά αδυνάμων. Αυτοί πρέπει να προστατευθούν έτσι κι αλλιώς. Ευθύνη της πολιτείας είναι να δώσει λύσεις εκτόνωσης και επαναδραστηριοποίησης της μεσαίας τάξης. Του όποιου τμήματος ακόμα έχει την δυνατότητα να «αντιδράσει» παραγωγικά. Για να γίνει αυτό όμως πρέπει να διαμορφωθεί η κατάλληλη ψυχολογία. Πρέπει να μην χάσει το κεραμίδι για το οποίο πάλευε τόσα χρόνια σε κάποια ανώνυμα funds που ξέρουν πως τα σπίτια του επιπέδου αυτού είναι ακίνητα «φιλέτα». Ο κοροναιός ήταν μόνον η πρόφαση για διόρθωση των αγορών. Η πραγματική αιτία –τουλάχιστον για την χώρα μας – βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στην διαχρονική ανεπάρκεια να αναδείξουμε αναπτυξιακές πολιτικές ουσίας και διαχρονικότητας.

Ποια είναι τελικά η ταυτότητα της κέντροαριστεράς;

Πολλές προσπάθειες ονοματολογικής προσέγγισης γίνονται για να χαρακτηρίσουν  ένα  ευρΰ πολιτικό ρεύμα που αναζητεί μέσα από την επίφαση του προοδευτισμού να προσδιορίσει την νέα ταυτότητα της «Κεντροαριστεράς» μετά το πέρασμα από τα μνημόνια. «Προοδευτικό Κέντρο», «Πράσινη Συμμαχία» και ακόμα περισσότερες ονοματολογικές προσεγγίσεις χαρακτηρίζουν την αναζήτηση ιδεών  μίας σύγχρονης πολιτικής ταυτότητας.
Όσοι όμως αναλώνονται στην επικοινωνιακή αναζήτηση εννοιών και ταυτοτήτων, αδυνατούν να αντιληφθούν πως η εξέλιξη της πολιτικής εν μέσω παγκοσμιοποίησης, τεχνολογικής επανάστασης, και υβριδικών κρίσεων εστιάζεται στο βασικό πλέον διακύβευμα ανάδειξης «προοδευτικών» πολιτικών. Αν συνεχίσει  η Κεντροαριστερά να θεωρεί ως δεδομένη την εννοιολογική ταύτιση του «προόδου» μόνο  με την  «αριστερά» και όχι με  «κεντροαριστερά», κινδυνεύει πολύ σύντομα να βρεθεί εκτός ουσιαστικού ιδεολογικού αφηγήματος.

Προφανώς κάθε μία πολιτική ορολογία δίνει ένα σαφές θεωρητικό στίγμα. Στίγμα όμως που επί της ουσίας δεν λέει τίποτα στον αγωνιζόμενο με την καθημερινότητα πολίτη. Η βάση της πολιτικής κάθε πολιτικού φορέα θα πρέπει να αποτελεί σίγουρα πεδίο ζυμώσεων όταν φθάσει ο καιρός. Η ουσιαστική ζύμωση όμως, πρέπει να γίνει –έπρεπε να έχει γίνει από καιρό- με την καθημερινότητα του πολίτη και την αδυναμία του να αντιληφθεί «γιατί φθάσαμε ως εδώ».

Ο τρόπος με το οποίο θα απαντηθεί με ειλικρίνεια αυτό το καθοριστικό ερώτημα και η στόχευση των λύσεων αποτελούν την ουσία της επιτυχίας κάθε νέου εγχειρήματος ή κάθε προσπάθειας προσδιορισμού ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας.  Άλλωστε, το πρώτο με το οποίο θα πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε είναι το γεγονός πως την περίοδο του μνημονίου ουσία δεν υπήρχαν θεωρητικές προεκτάσεις, αλλά μόνο η πρακτικότητα και αμεσότητα των μέτρων εξόδου από την κρίση. Όχι μέτρων μνημονίων. Μέτρων πρακτικότητας και ενεργοποίησης όλων των δομών της κοινωνίας.

Το κεντρικό αφήγημα κάθε φορέα που θέλει να βλέπει το πολιτικό μέλλον ως βάση διαμόρφωσης θετικής πολιτικής για την κοινωνία και τον τόπο πρέπει να είναι απαλλαγμένο από «τσιτάτα» και πολιτικές φιοριτούρες του παρελθόντος.
Πρέπει να μην διακατέχεται από την τάση κεκαλυμμένης παραπλάνησης του ψηφοφόρου με στόχο την εξουσία. Πρέπει να είναι ένα αφήγημα απλό και κατανοητό για να αγγίξει την βάση. Απλό και ειλικρινές για να δώσει το νέο στίγμα. Με ουσιαστικό πέρασμα στον «απογοητευμένο». Να αγγίξει την καθημερινότητα πολιτών, την εμπιστοσύνη των οποίων δικαιολογημένα χάθηκε στην πορεία των εξελίξεων.

Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας ως Έλληνες μετά την κρίση είναι να ξαναχτίσουμε τις δομές μας. Όχι μόνον οικονομικές και παραγωγικές. Κυρίως κοινωνικές .Άλλωστε, η ανασυγκρότηση ξεκινάει από την βάση.

Η ελληνική κοινωνία και η ελληνική οικονομία θα σταθούν στα πόδια τους και θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για μια ισχυρή παραγωγική βάση όταν απελευθερώσουμε τις δικές μας δημιουργικές δυνάμεις από όσα τις εγκλωβίζουν σήμερα. Και τίποτα δεν κρατάει τις δυνάμεις μας περισσότερο εγκλωβισμένες από το ίδιο το κράτος και τις διαχρονικές στρεβλότητες του πολιτικού συστήματος.

Ο μύθος των ξένων επενδύσεων που θα έρθουν όταν απαξιώσουμε την αξία των δυνατοτήτων των Ελλήνων είναι αποπροσανατολιστικός αφού κανένας δεν πρόκειται να εμπιστευτεί την ελληνική οικονομία αν δεν την εμπιστευτούμε πρώτα εμείς.Όταν οι πολίτες αποφασίσουν να απομακρυνθούν με την ψήφο τους από διαχρονικές πολιτικές μετριότητες της εξουσίας και εμπιστευθούν τον ειλικρινή προοδευτικο λόγο και πολιτική.

Η πραγματικότητα όμως είναι ότι κανένας πολιτικός χώρος ιστορικά δεν εξέφρασε συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο για μια κοινωνία που στέκεται περήφανα στα πόδια της, συμμετέχει ενεργά στην οικοδόμηση και πρόοδο μιας δίκαιης πολιτείας μέσα στην οποία ο καθένας μας εκφράζεται και δημιουργεί ελεύθερα με πραγματικό «προοδευτικό» πόσιμο. Αυτή η ιστορική πραγματικότητα, η δικαιωματική αυτή διεκδίκηση πρέπει να επανέλθει εκ νέου στο προσκήνιο.

** Άρθρο μου στην efsyn.gr στις 05/03/2020

Τουρκική αναθεώρηση: Ανάγκη οικονομικής επιβίωσης

Οι γενικότερες γεωπολιτικές αλλαγές δημιουργούν την ανάγκη κινήσεων της Τουρκικής κυβέρνησης με στόχο την με κάθε τρόπο διατήρηση του υφιστάμενου μοντέλου μίας ιδιόμορφης κοινωνικής ομογενοποίησης αλλά και ανάπτυξης της Τουρκίας. Οι εξελίξεις την υποχρεώνουν σε ακραίες αντιδράσεις προκειμένου να δημιουργηθούν διαπραγματευτικά ερείσματα στην υπό διαμόρφωση νέα πλατφόρμα του παγκόσμιου εμπορίου και όχι μόνον. Η διαφορετικότητα της αναπτυξιακής κουλτούρας που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια δύσκολα πλέον μπορεί να υποστηριχθεί. Εκτός αν μπορέσει να εγκολπώσει συγκριτικά πλεονεκτήματα μέσω απόκτησης ενεργειακών πηγών μέσα από μία προκλητικά διεκδικητική διεθνή στρατηγική αναθεωρητισμού. Αυτή ξεκινάει από την Ελλάδα, επεκτείνεται όμως σε Λιβύη, Υεμένη, Σομαλία και Ιράκ.

Η Τουρκία ακόμα έχει την δυνατότητα να ανταγωνισθεί χώρες χαμηλού παραγωγικού κόστους –όπως η Κίνα- όμως ο δρόμος αυτός δεν θα είναι βιώσιμος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η τροποποίηση του μοντέλου της παγκοσμιοποίησης όπως λειτουργούσε μέχρι σήμερα σε νέου τύπου υβριδικές συμφωνίες μικρού αριθμού παικτών είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αφανισμό της αναπτυξιακής δομής της. Με απρόβλεπτες συνέπειες στο εσωτερικό της.

Στα πλαίσια αυτά – με δεδομένο το χαμηλό επίπεδο του εργασιακού της δυναμικού του μοντέλου που επέλεξε να προάγει ο Ερντογάν – η διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης της γείτονας μπορεί να συντηρηθούν με ακραία παραγωγική πολιτική, όπως εξοπλιστικά – και όχι μόνον- προγράμματα στοχευμένα σε τρίτες φίλιες χώρες με κοινή φιλοσοφία και κουλτούρα. Ταυτόχρονα ακολουθείται μία βραχυπρόθεσμη πολιτική προώθησης χαμηλού κόστους προϊόντων υπό μορφή dumping με γνώμονα την πρόσκαιρη διατηρησιμότητα της πελατειακής βάσης με στόχο την εξοικονόμηση χρόνου για την όποια στρατηγική αναπροσαρμογή.

Η ανάγκη διατήρησης του νέου κοινωνικοοικονομικού μοντέλου των τελευταίων δέκα χρόνια και η προώθηση κοινωνικών ομάδων μίας ιδιαίτερης κρίσιμης μάζας δημιουργεί την «πάση θυσία» ανάγκη διατήρησής των στο προσκήνιο. Η ανάγκη αυτή διαμόρφωσε την πολιτική συνολικού αναθεωρητισμού της Εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Αυτός είναι και ο βασικό λόγος που η απρόβλεπτη στρατηγική της δεν ακολουθεί νόρμες συμμαχιών.

Η ανάπτυξη της Τουρκίας –αλλά και η βάση υποστήριξης του Ερντογάν -την τελευταία δεκαπενταετία εντοπίζεται στην εμφανή διαφοροποίηση τόσο της γεωγραφικής στόχευσης, όσο και της πολιτικοθρησκευτικής ατζέντας, καθώς η έμφαση δόθηκε στην ενίσχυση περιοχών εκτός ιστορικής επιρροής του συντηρητικού Κεμαλικού κατεστημένου. Η επιλογή της «Ανατολίας» σε σύγκριση με τα «Κεμαλικά» παράλια, εξυπηρέτησε την διάσταση αυτή. Σε αυτές τις περιοχές αναπτύχθηκε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και λειτουργίας του κράτους. Συλλογικό. Τουρκοκεντρικό.

Στα πλαίσια δε της «Ισλαμικής οικονομίας» βαπτίσθηκε το εγχείρημα ως «ηθικός καπιταλισμός», δίνοντας ταυτόχρονα μία διάσταση συνεκτικότητας και κοινού οράματος.Αλλά κυρίως συνεταιρισμού και αλληλοβοήθειας. Χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα σε κάθε χώρα που προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί από την βάση. Ή να διαμορφώσει μία νέα βάση κοινωνικής και οικονομικής κουλτούρας.

Κάθε αναπτυξιακός κύκλος όμως, με τα χαρακτηριστικά ανάπτυξης της Τουρκίας ακολουθείται από έντονη ύφεση ή κατά πολλούς από το σκάσιμο της «φούσκας». Η Τουρκία πέραν των γεωστρατηγικών της προβλημάτων λόγω Συρίας, βρίσκεται στο τέλος του αναπτυξιακού της κύκλου. Κατά συνέπεια, εύκολα γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι ανάγκη να δοθούν νέα «ερείσματα συνοχής» από τον Ερντογάν- έστω και αν δημιουργούν ιστορικές αμφισβητήσεις και ακραίες προκλήσεις- προκειμένου η γενιά που ανέδειξε να παραμείνει ισχυρή.

Αναλύοντας το αναπτυξιακό μοντέλο του Ερντογάν, αυτό σταδιακά μεταλλάχθηκε από υποστηριζόμενες οικογενειακές επιχειρήσεις σε ομίλους «ισλαμικής ταυτότητας» μετά το πραξικόπημα του 97’ και την αντίστοιχη οικονομική κρίση των Ασιατικών αγορών. Παρατηρούμε δηλαδή το φαινόμενο η αλληλουχία εξελίξεων/κρίσεων στην Τουρκία χρονικά να προσδιορίζουν το επόμενο βήμα μετάλλαξης της χώρας στα πλαίσια του προγραμματισμού του Ερτογκάν. Προσέγγισε δε τα θέματα μεθοδικά εκμεταλλευόμενος τις ιστορικές εξελίξεις αλλά και κρίσεις. Ο «τίγρεις της Ανατολίας» μέσα από την συνολική τους διασύνδεση μέσα από τον «Ισλαμικό Σύνδεσμο Επιχειρηματιών» ανέδειξαν μία νέα αστική τάξη σε απόσταση από το «Κεμαλικό κεφάλαιο».

 Τα βασικότερα «δομικά αντανακλαστικά» επάνω στα οποία αναδύθηκε η Τουρκία του Ερτογάν αναδεικνύουν εκείνα ακριβώς που αδυνατούμε να προωθήσουμε αποτελεσματικά ως χώρα: Α.Αναπτύχθηκαν νέες δομές επιχειρηματικότητας. Νέα τοπικά και περιφερειακά μοντέλα με βάση τις ιδιαιτερότητες των περιφερειών και την δυνατότητα στήριξης παράλληλων δομών όπως παιδεία και υγεία. Β. Δόθηκαν κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων Γ. Τα τοπικά Ισλαμικά συμβούλια έδρασαν με ρόλο τόσο στην επιχειρηματικότητα όσο και την ανάδειξη των ουσιαστικών δομών υποστήριξης της κοινωνίας όπως παιδεία και υγεία, ως βάση του «υγιούς καπιταλισμού» που προήγαγε το νέο καθεστώς. Δ. Το τραπεζικό σύστημα βοήθησε ουσιαστικά στην στήριξη συνεταιριστικών επιχειρήσεωναναπτύσσοντας σχέσεις μέσω ενός παράλληλου πλέγματος «ισλαμικής εμπιστοσύνης» που ενίσχυσε την ανάδειξη ομίλων με σφαιρική περιφερειακή ισχύ. Με λίγα λόγια δόθηκε σε μία δεκαπενταετία η ώθηση και στήριξη μίας νέας μορφής εκσυγχρονισμού με νέες δομές και δεσμούς.

Η αποτροπή του πραξικοπήματος στην Τουρκία ανέδειξε αυτήν ακριβώς την διάσταση της «επιτυχίας» Ερντογάν που ελάχιστα έχει αναλυθεί μέχρι σήμερα. Μία διάσταση που εδράζεται στο γεγονός της σύνδεσης της αποτυχίας του πραξικοπήματος με την νέα κοινωνική και οικονομική δομή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού που ο ίδιος ο Ερντογάν επέλεξε να αποτελέσει την βάση της δικής του «ενδιάμεσης» ισλαμικής φιλοσοφίας. Αυτή η νέα δομή βασισμένη στην αναβίωση «παραδοσιακών αξιών» δίνει σήμερα την δυνατότητα διαμόρφωσης ρητορικής αμφισβήτησης συνθηκών, συμφωνιών ακόμα και κανόνων διεθνούς δικαίου.

Η στρατηγική του Ερντογάν όμως, αναπτύχθηκε σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης όπως αυτές επικρατούσαν μέχρι πριν λίγα χρόνια. Σήμερα το πλαίσιο αυτό οδηγείται σε συνολική αναμόρφωση μέσω υβριδικών κρίσεων και διμερών εμπορικών και οικονομικών συμφωνιών. Σε αυτό το νέο περιβάλλον από οικονομικής άποψης η Τουρκία δεν μπορεί να επιβιώσει καθώς οι σχέσεις που έχει αναπτύξει, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό κινδυνεύουν να αφανισθούν από την λαίλαπα ενός γενικότερου παγκόσμιου αναθεωρητισμού. Η μόνη διέξοδος επιβίωσης είναι η – μέσω επιβολής ή άλλης μορφής εμπλοκή – δημιουργία ισλαμικών οικονομικών ζωνών προσαρμοσμένων στο δικό της οικονομικό μοντέλο. Κυρίως όμως, η ύπαρξη ενεργειακών πηγών προκειμένου να υποκαταστήσουν την σταδιακή μείωση της ανταγωνιστικότητας της Τουρκικής οικονομίας.

Μέσα από την οπτική μίας γεωπολιτικής «υβριδικών» ισορροπιών και οικονομικής ανάγνωσης των νέων δεδομένων, η ύπαρξη ενεργειακών πηγών αποτελεί ζήτημα γενικότερης επιβίωσης της Τουρκίας. Ειδικότερα δε πολιτικής επιβίωσης του Ερτογκάν και της κοινωνικοπολιτικής φιλοσοφίας του. Αυτός είναι και ο λόγος που κάποιας μορφής «εμπλοκή» θα πρέπει να αναμένεται ως το πιθανότερο σενάριο. Ίσως να αποτελεί πλέον και τον επιδιωκόμενο στόχο της, ως μονόδρομο σε ένα «παίγνιο» νέων ισορροπιών. Προέχει η Ελληνική Κυβέρνηση να κερδίσει χρόνο με στόχο την ανάπτυξη τόσο της διπλωματικής εκστρατείας, όσο και της ενίσχυσης του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων.

** Άρθρο μου στο protothema.gr στις 30/01/2020

Χρηματιστήριο: Ανάγκη δομικής αναμόρφωσης της φιλοσοφίας λειτουργίας του

Μετά από αρκετά χρόνια αδράνειας, κάποια σκάνδαλα (τύπου Folli Follie), αποχωρήσεις εταιριών από το ταμπλό του Χρηματιστηρίου και διαγραφές, προωθείται η διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου πλαισίου κανόνων Εταιρικής Διακυβέρνησης των εταιριών που είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αφορά. Το Χρηματιστήριο δηλαδή. Κάλιο αργά παρά ποτέ θα έλεγε ο καλόπιστος αναλυτής των εξελίξεων.

Παρά το γεγονός ότι οι καθυστερήσεις προέκυψαν ως αποτέλεσμα αδράνειας της προηγούμενης διοίκησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που είχε αναγάγει την καθυστέρηση και την αδυναμία λήψης αποφάσεων σε τέχνη, η σημερινή διοίκηση κινείται με στόχευση και ταχύτητα.  Ως  αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής υπήρξε η μέσω της «Συμβουλευτικής Επιτροπής» προώθηση σημαντικών θεμάτων με στόχο την προστασία των επενδυτών και την διασφάλιση της ανάδειξη της αξιοπιστία των λειτουργιών του Χρηματιστηρίου. Όμως μήπως είναι καιρός να σταματήσουμε να εστιάζουμε την κριτική μας σε θέματα θεσμικής λειτουργία και μόνον και να αντιμετωπίσουμε με ρεαλισμό την πραγματική διάσταση του προβλήματος του Χρηματιστηρίου; Ας μην εθελοτυφλούμε. Πρόβλημα υπάρχει παρά τις θεαματικές αποδόσεις για το 2019, τις εξαιρετικά επιτυχημένες εκδόσεις χρέους με την υποστήριξη θετικών αναφορών των οίκων αξιολόγησης.

Αν είναι να κάνουμε έναν απολογισμό για το 2019 όμως, και μία εκτίμηση για το 2020, θα πρέπει να επισημάνω πως δυστυχώς ο χρόνος τρέχει και αυτό που αντιμετωπιζόταν ως κανονικότητα κατά το πρόσφατο ακόμα παρελθόν, σήμερα κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ως αναχρονισμός.

Κατά συνέπεια, η ουσία παραμένει πως αν επιθυμεί το οικονομικό επιτελείο να δημιουργήσει ένα γενικότερο κλίμα διεύρυνσης όσων συμμετέχουν στις αναπτυξιακές οικονομικές δραστηριότητες σύμφωνα με το δόγμα του Πρωθυπουργού «ανάπτυξη για όλους»,  τότε πρέπει να αντιμετωπίσει την έννοια του επανασχεδιασμού του προϊόντος «χρηματιστήριο» (rebranding) με διαφορετική λογική από αυτή που επικοινωνιακά μόνον παρουσιάζεται μέχρι σήμερα. Άλλωστε, η αισιοδοξία του προέδρου του ΧΑ κ. Λαζαρίδη όπως αυτή εκφράσθηκε κατά την πρόσφατη κοπή της πίτας,  εμφανίζει μία μονότονη διαχρονικότητα που όμως μόνον ως λεκτική διατύπωση έχει παραμείνει.

Ο κ. Λαζαρίδης επεσήμανε ότι ο στόχος για την επόμενη χρονιά είναι η «άντληση σημαντικών κεφαλαίων από την κεφαλαιαγορά για την ενίσχυση των επιχειρήσεων και της οικονομίας». Εύλογα όμως γεννάται το εξής ερώτημα: Αρκεί αυτή η απλουστευμένη και μονοδιάστατη προσέγγιση του προέδρου του ΧΑ για να σηματοδοτήσει την αναγκαία νέα αναπτυξιακή λογική; Πως αναμένεται να διαχειρισθεί το γεγονός πως το χρηματιστήριο σήμερα δεν αποτελεί πλέον μοντέλο αναπτυξιακού πλουραλισμού, αλλά εργαλείο στήριξης ελάχιστων μόνον επιχειρήσεων; Ποια είναι η νέα αναπτυξιακή λογική του Χρηματιστηρίου κάτω από συνθήκες χρηματοδοτικής απραξίας των τραπεζών και μηδενικών επιτοκίων;

Με ποιο τρόπο εκτιμά ο κ. Λαζαρίδης πως θα συμβάλλει το χρηματιστήριο με την σημερινή του μορφή στην ανάπτυξη της οικονομίας όταν επί της ουσίας το 2019 απετέλεσε μία ακόμα χρονιά μείωσης των μετοχικών επενδυτικών επιλογών; Εκτός αν η διασύνδεση με οποιονδήποτε τρόπο με το Χρηματιστήριο του Ιράν για παράδειγμα εντάσσεται στην λογική αυτή. Όταν ο υπ Οικονομικών όμως αναφέρθηκε στο χρηματιστήριο ως παράγοντα ανάπτυξης ίσως δεν είχε την πλήρη εικόνα πως επί της ουσίας απέναντί σε μία φυγή εταιριών από το ΧΑ το 2019 δεν είχαμε ούτε μία νέα εισαγωγή; Ο αναγκαίος επανασχεδιασμός δεν θα πρέπει να βασίζεται στις όποιες εκτιμήσεις της διοίκησης του χρηματιστηρίου και του κυβερνητικού επιτελείου σε μία εύκολη βάση σύγκρισης της στατιστικής προσέγγιση της «άντλησης» κεφαλαίων από λίγες εταιρίες.  Αυτή είναι η εύκολη επικοινωνιακή οδός.

Εκτός αν κάποιοι αρκούνται στην δημιουργία της πλατφόρμας ενός εμβρυακού «χρηματιστήριου ενέργειας».  Ή επί της ουσίας επιθυμούν μέσω της διατήρησης μικρού αριθμού εταιριών την έμμεση χειραγώγηση της αγοράς αυτής και την ενίσχυση μόνον λίγων «εκλεκτών» εταιριών και των μετόχων τους. Θα γίνει άλλωστε πολύ γρήγορα αντιληπτό πως ελλείψει επιλογών τα κεφάλαια προς επένδυση –εγχώρια και διεθνή- αναγκαστικά θα στρέφονται προς τις περιορισμένες υφιστάμενες επιλογές συνθέτοντας μία νέα στρεβλότητα.

H ανάπτυξη της οικονομίας απαιτεί συνολικές και καινοτόμες προσεγγίσεις. Αν δε συνδυάσουμε την κρατούσα πεπατημένη λειτουργίας του χρηματιστηρίου ως απλά μία επιχείρηση που υποστήριζε κάποιους εισηγμένους εν μέσω κρίσης, με τις εξαγγελίες του Υπ. Οικονομικών για μία «γενικότερη αναδιανομή και αναδιάταξη της βάσης παραγωγής εισοδήματος σε συνδυασμό με την ενίσχυση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου», θα διαπιστώσουμε πως υπάρχει ένα σημαντικό χάσμα ως προς τον ρόλο του χρηματιστηρίου με την σημερινή του μορφή. Χάσμα μεταξύ πρόθεσης της Κυβέρνησης και της αναγκαίας κουλτούρας δυναμικής επανεκκίνησης του θεσμικού αυτού παράγοντα από πλευράς λειτουργών της «επιχείρησης χρηματιστήριο». Μπορεί η Κυβέρνηση να εντάσσει το Χρηματιστήριο σε ένα πιθανό αναπτυξιακό αφήγημα, αδυνατεί όμως να αντιληφθεί πως το προϊόν πάσχει και δεν θα είναι δυνατόν να συμμετάσχει ουσιαστικά σε μία συνολική ανάταξη της οικονομίας.

Με δεδομένο ότι οι τράπεζες θα μπορέσουν να υποστηρίξουν χρηματοδοτικά την ανάπτυξη μετά την πάροδο διετίας, εύλογα γεννάται το ερώτημα – με δόση υπερβολής- μήπως υπάρχουν σκέψεις για την διατήρηση ενός «ρηχού» χρηματιστηρίου μειωμένων δυνατοτήτων προκειμένου ή πιθανή άντληση κεφαλαίων μέσω αυτής της επενδυτικής οδού να μην λειτουργήσει ανταγωνιστικά στην επόμενη φάση λειτουργίας των τραπεζών. Μία τέτοια σκέψη βέβαια αποτελεί από μόνη της βάση μίας κουλτούρας προσέγγισης που ελπίζω να μην υφίσταται.

Οι κουλτούρες όμως, που είτε δεν υπάρχουν είτε έχουν διαμορφωθεί σε περιβάλλον αγκύλωσης τα τελευταία χρόνια δύσκολα αλλάζουν χωρίς ρίξεις και τομές. Ούτε βέβαια η θεσμοθέτηση κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης μετά από χρόνια είναι αρκετή για να επιδειχθεί η αναγκαία αυτή αλλαγή. Άλλωστε, οι αλλαγές πρέπει να είναι μόνιμου και όχι επικοινωνιακού χαρακτήρα. Εκτός αν το αφήγημα της ανάπτυξης προβλέπεται να αφορά μόνον τους μεγάλους παίκτες ως μία μη προοδευτική, μη καινοτόμο και μη πραγματικά αναπτυξιακή προσέγγιση.

**Άρθρο μου στο capital..gr στις 18/01/2020

Τα προβλήματα των σχολείων της Αχαΐας

Τελικά φαίνεται πως στην Αχαΐα ευθύνη για ότι αφορά το πρόβλημα των σχολικών κτηρίων στην Αχαΐα δεν έχει κανείς. Όλοι δε φαίνεται να ξεχνούν –σκόπιμα ίσως – πως μελέτες και προτάσεις υπάρχουν από το 2008. Οι δημοτικοί –και όχι μόνον- άρχοντες επιλέγουν όμως να τις αγνοούν. Βολεύει καταστάσεις ή υπάρχει απλή άγνοια του πραγματικού προβλήματος;

Δυστυχώς, ο αριθμός των σχολείων εκείνων που παραμένουν σε υποανάπτυκτη μορφή σε κοντέινερ αλλά και που χρειάζονται ριζική αναμόρφωση μεγαλώνει. Θυμίζει άλλες εποχές η λειτουργία τους. Σίγουρα δε υποβαθμίζει το επίπεδο παιδείας που θα θέλαμε και μπορούμε να έχουμε. Ίσως οι υπεύθυνοι να θεωρούν πως το μακρινό παρελθόν με τα σχολεία χαμοκέλες με τις οροφές να στάζουν, τα ξύλινα σπασμένα τραπέζια, όπου τα παιδιά πέρναγαν τον δικό τους εκπαιδευτικό Γολγοθά, αποτελεί – ως νέα εκπαιδευτική πρακτική – ένα «καλό» πρότυπο σκληραγώγησης και ανάδειξης χαρισμάτων. Ίσως πάλι να επηρεάζονται από την ιστορικότητα του «κρυφού σχολειού». Ίσως όμως και να θεωρούν πως τα ίδια τα προβλήματα, καθώς και η αδυναμία τους να ανταπεξέλθουν θα παραμείνουν επίσης καλά κρυμμένα από τους γονείς/πολίτες. Μέσα στην κρίση όμως, το μόνο που σίγουρα προσμένουν πλέον οι γονείς είναι ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους.

Οι γονείς του 10ου Ιτεών βγήκαν στου δρόμους διεκδικώντας το αυτονόητο. Να μην διακοπεί ο προγραμματισμός τους για ένα παιδί. Ένας προγραμματισμός που αφορά την αδυναμία των φορέων να συντονίζουν και να σχεδιάσουν την ανακατασκευή του σχολείου. Μία ανακατασκευή που είχε προγραμματισθεί με ολοκληρωμένη μελέτη από το 2008.

Είναι καιρός να τοποθετούνται τα θέματα στην σωστή τους βάση. Το 3ο Γυμνάσιο Πατρών σε κοντέινερ. Το 12ο και 27ο Δημοτικά σε κατάσταση προβληματική. Την στιγμή που οι μελέτες τους ήταν σε εξέλιξη από τον Μάρτιο του 2010. Μελέτες από τις υπηρεσίες και όχι μέσα από διαδικασίες αναθέσεων που από ότι φαίνεται αναδεικνύεται σε μία περίεργη τακτική των αιρετών. Μήπως κάποιοι αρνήθηκαν να δώσουν έτοιμους φακέλους ή κάποιοι έτυχε να μην μπορέσουν να τους βρουν; Γιατί άραγε;

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναδειχθεί το γεγονός ότι υπήρχαν περίοδοι όπου υπήρχε μεγαλύτερη «ωριμότητα» και δυνατότητα απορρόφησης για ένταξη σχολικών μονάδων στο πρόγραμμα χρηματοδότησης μέσω ΕΣΠΑ. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες όμως των φορέων και με αυτό ως δεδομένο δεν θα πρέπει να διερωτηθεί κάθε γονέας τον λόγο για τον οποίο υπάρχει στέρηση της συναίσθησης των καταστάσεων και το βάρος των έργων που πρέπει να αναληφθούν; Ποιος ό λόγος που πρέπει να αναζητείται κίνητρο για την αναβάθμιση των υποδομών εκπαίδευσης όταν μελέτες και έργα υπάρχουν; Μήπως η μικροπολιτική «μπαίνει» στην καθημερινότητα των παιδιών μας; Αν ναι γιατί γίνεται αυτό αγόγγυστα αποδεκτό;

Η ηθική διάσταση της εγχώριας τραπεζικής κρίσης

Για να μπορέσει μια χώρα να αντικρίσει τον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό, τις αγορές και το οικονομικό και αναπτυξιακό της μέλλον πρέπει να συντρέχουν βασικές προϋποθέσεις: 1. Να έχει διαμορφωθεί κουλτούρα οργάνωσης και συντονισμού. 2. Να υπάρχουν κυβερνήτες και πολιτικοί που έχουν διαχειρισθεί κρίσεις κατά το παρελθόν. 3. Να υπάρχει γνώση των διεθνών διεργασιών και να υπάρχει διάθεση σύνθεσης πολιτικών με κοινή στόχευση.

Με δεδομένη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας σήμερα, κυρίως όμως την αδυναμία οριστικής ανασύνταξης του τραπεζικού συστήματος της χώρας μας, καθίσταται σαφές πως διατηρούνται ακόμα τόσο οι παθογένειες του συστήματος, όσο και η αδυναμία μιας ουσιαστικής και αποτελεσματικής πολιτικής στόχευσης.

Λανθασμένα, δε, ίσως ως μια εύκολη ανάλυση, πολλοί εκτιμούν πως μέρος του προβλήματος θα πρέπει να θεωρηθεί και μια πιθανή ελλιπής προσέγγιση της Τράπεζας Ελλάδος ως προς τον ελεγκτικό της ρόλο.

Οι οικονομικοί θεσμοί σίγουρα κατά τα μνημονιακά χρόνια είχαν κάποιον ρυθμιστικό ρόλο, διατηρώντας έτσι μια οριακή ισορροπία με στρεβλότητες των αγορών και της οικονομίας.

Μια πιθανή παράταση της πολιτικής αντίληψης πως η αντιμετώπιση του προβλήματος των τραπεζών μπορεί να αμβλυνθεί με σταδιακά μέτρα προσαρμογής, αναμένεται να οξύνει τα ήδη υφιστάμενα προβλήματα. Ιδιαίτερα όταν είναι κοινή η διαπίστωση πως οι διεθνείς και όχι μόνον εξελίξεις απαιτούν άμεσες ενέργειες ταχύτατης προσαρμογής. Μια προσαρμογή που δυστυχώς έχει στοιχίσει πολύ στον Έλληνα φορολογούμενο και που καθυστερεί σχεδόν μία δεκαετία, συμπαρασύροντας την αδυναμία ανάκαμψης και χρηματοδότησης της οικονομίας.

Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως όταν το ελληνικό Δημόσιο, από το 2010 μέχρι σήμερα, έχει απολέσει μέσω συμμετοχής του ΤΧΣ στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών άνω των 40 δισ., ενώ η χρηματιστηριακή αξία έχει βρεθεί σε επίπεδο ανυποληψίας, αυταπόδεικτα η όποια πολιτική έχει ακολουθηθεί χρειάζεται άμεση και ριζική αναδιάταξη. Σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η κυβέρνηση να βρεθεί εγκλωβισμένη σε αναγκαστική διαδικασία «έμμεσης κρατικοποίησης».

Η αδυναμία, δε, αμεσότερης προσαρμογής οφείλεται στην εξής βασική διαπίστωση. Οι βαθιά εδραιωμένες παθογένειες ενός τραπεζικού συστήματος που δομήθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες αντιδρώντας ακαριαία και προς όφελός του στην προοπτική διαχείρισης της υπερβολικής ρευστότητας του διεθνούς συστήματος για την ανάδειξη υπεραποδόσεων και κερδών, δεν επέτρεψε στον αντίποδα την αντικειμενική αξιολόγηση του πιστοδοτικού ρίσκου. Στον αντίποδα, ουδέποτε αναδείχθηκε η προσπάθεια από το ίδιο το σύστημα διαχείρισης με την ίδια ταχύτητα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανέδειξε η κρίση.

Κατά συνέπεια, ουδέποτε αναδείχθηκαν από το ίδιο το σύστημα διαχείρισης, πόσο μάλλον, με την ίδια ταχύτητα τα προβλήματα που προκάλεσε η κρίση. Επακόλουθο της αδυναμίας αυτής ήταν να χαθεί η δυνατότητα άμεσης επίτευξης λύσεων που να ισορροπούν μεταξύ της ταχύτητας λήψης, της ορθής και δίκαιης διαχείρισης των χρημάτων των φορολογουμένων και της κοινωνικής ευαισθησίας.

Δυστυχώς, από το 2010 μέχρι σήμερα οι περισσότερες ενέργειες των τραπεζών εστιάζουν στην εξομάλυνση του λειτουργικού τους κόστους. Η ανάδειξη όμως χρηματοδοτικής δυναμικής αποτελεί το βασικό ζητούμενο. Μιας δυναμικής για την πραγματική οικονομία και όχι την πλασματική χρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.

Αρκεί δε να αναλύσει κανείς τη φημολογούμενη πρόθεση της κυβέρνησης να ζητήσει από την ΕΚΤ την αύξηση του ορίου αγοράς κρατικών ομολόγων από τις τράπεζες προκειμένου να υποστηριχθεί μια ουτοπική θεωρία, κάτω από αυτές τις συνθήκες εξόδου στις αγορές, για να αντιληφθεί κανείς πως υπάρχει αδυναμία ουσιαστικής προσέγγισης της πραγματικής διάστασης του προβλήματος. Ενός προβλήματος που πιθανώς να μεγεθυνθεί εξαιτίας διεθνών αναταράξεων και της αυξητικής πορείας των επιτοκίων.

Στην παρούσα φάση μπορεί θεσμικά να έχει δοθεί χρόνος στις τράπεζες μέχρι το 2021 για την ουσιαστική επίλυση του μεγάλου προβλήματος των «κόκκινων» δανείων. Τον χρόνο αυτόν όμως δεν φαίνεται να τον δίνουν οι αγορές, όπως αποτυπώνεται στην πορεία των μετοχών τους στο ΧΑΑ. Είναι δύσκολο να πεισθούν πως θα επιτευχθεί ο «άθλος» της μείωσης κατά 53,6 δισ. των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως τον Δεκέμβριο του 2021. Άλλωστε, οι επιδόσεις των τραπεζών στο α’ εξάμηνο αποτελούν μια ισχυρή προειδοποίηση ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Τα όποια αποτελέσματα όμως δεν αποκλείουν την περίπτωση να μην είναι επενδύσιμες για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το να κερδίζεται χρόνος με την ελπίδα ότι το πρόβλημα θα λυθεί μέχρι το 2021 στην ουσία στερεί από την οικονομία τη μόνη αναπτυξιακή της διέξοδο. Επιπρόσθετα, επιταχύνει άλλης μορφής συλλογικές λύσεις για τα προβληματικά ανοίγματα, όπως τιτλοποιήσεις και τραπεζικά ομόλογα με εγγύηση του δημοσίου. Με επιτόκια όμως που έχουν αρχίσει να προσαρμόζονται στις διεθνείς αυξητικές τάσεις.

Στόχος είναι η αποτροπή δραστικότερων λύσεων όπως η χρήση του υπερπλεονάσματος για την κεφαλαιακή στήριξη των τραπεζών. Παράλληλα, όμως, είναι ανάγκη να αρχίζει να ωριμάζει εκ νέου και η προοπτική ενός «παράλληλου εξειδικευμένου χρηματοδοτικού» συστήματος. Το ζητούμενο για τις αγορές είναι η εγγύηση ενός πλαισίου σταθερότητας προκειμένου το τραπεζικό σύστημα να αντλήσει ρευστότητα από το εξωτερικό.

Το σύστημα πρέπει να πάρει «ανάσα» για να μπορούν οι κυβερνήσεις να στραφούν προς την πραγματική και ουσιαστική στήριξη των αδύναμων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων.

Μπορεί οι τράπεζες να εκπέμπουν τη σκληρή πολλές φορές όψη της οικονομίας, στην παρούσα φάση όμως η «στήριξη» της σκληρής αυτής όψης με τα χρήματα των φορολογουμένων καθιστά επιτακτική την εμφάνιση ενός διαφορετικού προσώπου. Εκείνου της αποτελεσματικότητας στη διαδικασία της εξυγίανσης προκειμένου το τραπεζικό επιχειρείν να ανακτήσει τον ρόλο του στην ανάδειξη της οικονομικής ηθικής των δίκαιων λύσεων. Φάση από την οποία απέχει πολύ σήμερα.

Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στο capital.gr

Ο πόθος αναβάθμισης σε κλίμα υποβάθμισης

Ο πόθος αναβάθμισης σε κλίμα υποβάθμισης

Τράπεζες σε συνθήκες νέας προβληματικής. Το χρηματιστήριο υπό κατάρρευση. Τα ομόλογα υπό αμφισβήτηση. Το γενικότερο αναπτυξιακό αφήγημα σε απαξίωση. Η Κυβέρνηση όμως με φόντο την Νέα Υόρκη κάνει «περιπάτους» με επενδυτές ως μία αναπαράσταση του «Πρωινό στους Τιφανις», των καλών καιρών του παλαιού αμερικάνικου κινηματογράφου. Γνωρίζει όμως ο Πρωθυπουργός ότι και οι ξένοι ξέρουν πως στην ουσία ότι είναι να δοθεί έχει δοθεί και πως απλά η κουβέντα γίνεται για ένα «Τσαί στη Σαχάρα».

Τα γεύματα στην κοσμοπολίτική πρωτεύουσα του καπιταλισμού, πίσω από το γκλάμουρ των φωτογραφιών και των selfies, κρύβει απλά την πραγματικότητα πως στην ουσία είναι μία προσπάθεια διασκευής ενός εικονικού αφηγήματος. Αυτό που αναζητούν για να πεισθούν τα διεθνή κεφάλαια να επενδύσουν είναι η αλλαγή νοοτροπίας και προφανώς όχι η ανάδειξη ουτοπίας. Η ανάδειξη του αυτονόητου δηλαδή εν μέσω ενός διεθνούς περιβάλλοντος που κάποιοι managers χαρακτηρίζουν ως την «άκρη του χάους».

Τα μηνύματα κατά συνέπεια υπήρξαν αρνητικά από πλευράς διάθεσης των funds αλλά και επενδυτών γενικά να έλθουν στην χώρα, καθώς ως γνωστό το θέμα νοοτροπίας δεν αποτελεί πρόβλημα μόνον της παρούσας κυβέρνησης. Η αλλαγή δε αναμένεται ακόμα. Ας βρισκόμαστε στον 10 χρόνο της κρίσης.

Στον αντίποδα, η Κύπρος αντλεί από τις αγορές – με σημαντική υπερκάλυψη – 1,5 δις ευρώ με επιτόκιο σχεδόν το μισό από αυτό με το οποίο διαπραγματεύονται σήμερα τα Ελληνικά 10ετή. Αξιολογείται δε από την S&P με ΒΒΒ- ως επιλέξιμη επένδυση. Την ίδια περίοδο η Moody’s δεν αναβαθμίζει την Ελλάδα και η συζήτηση για Ελληνική έξοδο προσδιορίζεται για κάποια στιγμή το 2019 με σοβαρές επιφυλάξεις.

Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που η πιθανότητα μη περικοπής των συντάξεων και η αντίστοιχη αρνητική αξιολόγηση της κίνησης αυτής από τις αγορές αφήνει αδιάφορο το οικονομικό επιτελείο. Βάση της αδιαφορίας αυτής αποτελεί το υπερπλεόνασμα. Μία πολιτική απόφαση υψηλού ρίσκου, καθώς εάν η χώρα δεν μπορέσει μέχρι τις αρχές του 2019 να βγει στις αγορές θα υπόκειται σε συνθήκες αναζήτησης χρηματοδότησης από άλλες πηγές. Κοινώς νέο μνημόνιο.

Όμως πρέπει πλέον να κατανοήσουν στο οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης πως η επιτυχία της εξόδου της Κύπρου στις αγορές αυτομάτως έθεσε τον πήχη προϋποθέσεων για την δική μας έξοδο. Όσο και αν συντηρείται το θέμα των αγορών για λόγους επικοινωνιακούς πλέον, το βέβαιο είναι πως ο Πρωθυπουργός με αυτές δεν έχει και πολύ καλή σχέση αν κρίνουμε από τις αρχικές προεκλογικές εξαγγελίες που σχετίζονταν με χορούς και άλλα μουσικά όργανα.

Καθώς όμως οι αγορές δεν ξεχνούν, αυτονόητα είτε θα περάσει από τις αντίστοιχες συμπληγάδες αξιοπιστίας ή θα «προικοδοτήσει» στην επόμενη κυβέρνηση. Μία στάση που έχει ακολουθηθεί κατά κόρον από παλαιότερες κυβερνήσεις, όμως σήμερα δεν συμβάλλει πλέον στην αναγκαία εθνική προσέγγιση με δεδομένο το υπερβολικά ασταθές διεθνές περιβάλλον.

Δυστυχώς, εν μέσω διεθνών υβριδικών κρίσεων, η αδυναμία ανάγνωσης της πραγματικότητας αναδεικνύεται ακόμα εντονότερα από το γεγονός ότι στατιστικές αναλύσεις διαβάζονται μονοδιάστατα για να αναδειχθεί το επικοινωνιακό αφήγημα. Παράδειγμα η ερμηνεία της φαινομενικής αύξησης επενδύσεων την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2018 μέσω των αριθμών ίδρυσης νέων επιχειρήσεων την ίδια στιγμή που ο δείκτης οικονομικού κλίματος εμφανίζει τον Σεπτέμβριο ραγδαία επιδείνωση. Ένας δείκτης που αποτελεί την βάση διαμόρφωσης του ρυθμού ανάπτυξης.

Αρκεί δε μία ανάγνωση κάποιων δεδομένων του προσχεδίου του προϋπολογισμού για να αναδειχθεί για ακόμα μία φορά η διάθεση επικοινωνιακής υπερβολής. Δίδεται εσφαλμένη βαρύτητα σε μία ακόμα προγραμματική αντίφαση μεταξύ των ρυθμών ανάπτυξης που διεθνής οργανισμοί θεωρούν επιτεύξιμοι σε συνδυασμό με την επιδείνωση των διεθνών δεδομένων και των στόχων της Κυβέρνησης. Ρυθμός ανάπτυξης 2,1% για φέτος και 2,5% για το 2019. Στόχοι ανέφικτης επίτευξης. Την ίδια στιγμή που τυχόν αποκλίσεις από τον προϋπολογισμό θα δημιουργήσουν κενό ως προς τον στόχο του 3.5% των πλεονασμάτων με όλα τα αναμενόμενα επακόλουθα.

Η «εικονική» αυτή πραγματικότητα ως προς την βιωσιμότητάς της ανάπτυξη μπορεί εύκολα να μεταμορφωθεί σε εφιάλτη αν δεν γίνει αντιληπτό πως εκτός των παραμέτρων που διαφοροποιούνται διεθνώς όπως τα επιτόκια και η πολιτική παροχής ρευστότητας από ΕΚΤ και FED, καθώς και οι τιμές του πετρελαίου ως νέο παράγοντα, η μεγαλύτερη τροχοπέδη στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας παραμένει το ασταθές – αν όχι προβληματικό – τραπεζικό περιβάλλον. Κατ επέκταση η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους.

Η βάση των υπεραισιόδοξων προβλέψεων του προσχεδίου του προυπολογισμού αναδεικνύεται από το «μαξιλάρι» ενός πλασματικού και αντιαναπτυξιακού πλεονάσματος, αδιαφορώντας στην ουσία για την ικανότητα εξόδου στις αγορές. Σκόπιμα παρακάμπτεται δε το γεγονός πως αν οι τράπεζες δεν κερδίσουν την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών, τα κεφάλαια που εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν για την κεφαλαιακή τους ενίσχυση – εφόσον δεν επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης των NPE – θα πρέπει να προκύψουν από το κεφαλαιακό απόθεμα του Δημοσίου. Κοινώς το υπερπλεόνασμα.

Ως υπόθεση εργασίας δε εάν συνυπολογίσουμε 6-7 δις οφειλές του Δημοσίου και 5-6 δις το πιθανό ύψος αναγκαστικής στήριξης των τραπεζών, προκύπτει πλέον πως το κεφαλαιακό απόθεμα τοποθετείται στο ύψος των 15 δις περίπου. Γίνεται αντιληπτό πως το ποσό αυτό δεν δίνει ούτε μεσοπρόθεσμη κάλυψη σε ένα συνθήκες διεθνούς αβεβαιότητας – ίσως και κρίσης- στην περίπτωση που το διεθνές περιβάλλον αποσταθεροποιηθεί περισσότερο. Μία από τους βασικούς λόγους που η βάση των υποθέσεων του προυπολογισμού διαμορφώνει κλίμα ασάφειας, αβεβαιότητας κυρίως δε υποβάθμισης.

Ο ποιο ανήθικος εγκλωβισμός των νέων: H αδυναμία στήριξης της δημιουργικής δυναμικής τους

Βιώνουμε εδώ και μία δεκαετία την απόλυτη οικονομική αλλά και ηθική κρίση. Αδυνατούμε όμως να αντιδράσουμε.
Το κυριότερο όμως σημείο των αναλύσεων αφορά την αδυναμία της σημερινής κυβέρνησης να παράξει, μια συγκεκριμένη και συντεταγμένη οικονομική πολιτική ανάπτυξης. Ειδικότερα όμως, μία πολιτική ανάταξης που θα επιφέρει κοινωνικές ισορροπίες.

Αντ’ αυτής, βλέπουμε να προωθούνται μέτρα που δημιουργούν ουσιαστικά έναν φαύλο κύκλο αντικρουόμενων πολιτικών, που στην ουσία αναγεννούν και αναδεικνύουν μια πληθώρα κοινωνικών αντιπαραθέσεων

Προωθείται η διαμόρφωση, ουσιαστικά αντιλαϊκών, εσωτερικών «αντιμέτρων» που μέσω της κοινωνικής «παγίδευσης» προσπαθούν να επηρεάσουν τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες.

Το μόνο που κυριαρχεί είναι μία νωχελική απάθεια , μία φοβία, που μοιρολατρικά, όλα μαζί ,οδηγούν σε μία αντιπαραγωγική λογική των κοινωνικών ομάδων που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στην απλή καθημερινότητα.

Ο κοινωνικός αυτός εγκλωβισμός διοχετεύεται, λοιπόν, σε κάθε πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Διαμορφώνει όμως, και μία αλληλουχία «εναγκαλισμών» και εξαρτήσεων που δύσκολα αποβάλλονται, καθώς εδραιώνουν σταδιακά μία νέα κουλτούρα χαμηλών προσδοκιών.

Χωρίς προσδοκίες, ουσιαστικούς στόχους και ένα πρόγραμμα εκσυγχρονιστικής αναδιάταξης για την πλειοψηφία των πολιτών η ήδη υφιστάμενη «χαοτική» οικονομική προσαρμογή θα οδηγήσει σε ένταση της κοινωνικής διαφοροποίησης και σε έναν τεράστιο κοινωνικό εγκλωβισμό των οικονομικά ασθενέστερων. Ταυτόχρονα όμως, θα οδηγήσει στην απώλεια κάθε προσδοκίας της συλλογικής ανέλιξης και της κοινωνικοοικονομικής προόδου.

Αναδεικνύεται έτσι μία στρεβλή κουλτούρα αντιπαραγωγικών εξαρτήσεων. Η διαμόρφωση κουλτούρας όμως, αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο στην αναπτυξιακή πορεία της εκάστοτε χώρας. Με την υφιστάμενη πολιτική κοινωνικοοικονομικού εγκλωβισμού, που έχει δημιουργηθεί, κινδυνεύουμε να απεμπολήσουμε την κουλτούρα της επιχειρηματικότητας που οδήγησε, προ κρίσης, την χώρα στην αναπτυξιακή της δυναμική, και να την αντικαταστήσουμε με μία κουλτούρα εγκλωβισμού και εξάρτησης από το κράτος και την κεντρική εξουσία. Βασιζόμενη δυστυχώς στην εικονική πραγματικότητα στατιστικών προσεγγίσεων.

Στατιστική προσέγγιση αποτελεί και η εικονική ένδειξη μείωσης της ανεργίας. Άλλη μία προσέγγιση δηλαδή «κοινωνικού εγκλωβισμού» καθώς τα διλήμματα που τίθενται σε αυτή την περίπτωση είναι μεταξύ εκείνων που υποχρεώνονται σε μισθούς «μερικής απασχόλησης» και εκείνων που προτιμούν τα κοινωνικά επιδόματα γιατί απλά δεν έχουν μεγάλη οικονομική διαφορά από τον όποιο μισθό παίρνουν.
Η κοινωνική ομάδα που εγκλωβίζεται περισσότερο λοιπόν, είναι οι νέοι. Ειδικά εκείνοι που είτε δεν έχουν την «δυνατότητα» να αλλάξουν χώρα για ένα καλύτερο αύριο , είτε να βρουν μία θέση αντάξια των δεξιοτήτων τους.

Αυτός όμως, είναι ουσιαστικά ένας κοινωνικός εγκλωβισμός με μακροπρόθεσμες προεκτάσεις. Είναι ο πλέον ανήθικος εγκλωβισμός, καθώς εκτός από τους νέους υποθηκεύει αρνητικά την όποια μελλοντική αναπτυξιακή δυναμική συνολικά.

Αντί κοινωνικοοικονομικών προνομίων δραστηριοποίησης των νέων, τους «προσφέρονται» μονοδιάστατες υποστηρικτικές «παγίδες» καθημερινής τους συντήρησης.
Αντί των όποιων προτάσεων, για την διαμόρφωση μονίμων θέσεων εργασίας συγκεκριμένης στόχευσης, παρουσιάζονται προγράμματα για την έμμεση υποστήριξη της μερικής απασχόλησης ή της «φανταστικής» αύξησης του βασικού μισθού, μια αύξηση της τάξεως των 10 με 20 ευρώ .

Η ανάπτυξη στην χώρα όμως δεν θα προκύψει μόνον από τις μεγάλες επενδύσεις που όπως όλα δείχνουν αργούν να έρθουν ή πιθανότατα δεν θα έρθουν ποτέ . Ούτε βέβαια από την μείωση της φορολογίας που αποτελεί την μόνη ουσιαστικά πρόταση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Άλλωστε, η μείωση της φορολογίας αποτελεί, μια πολιτική επιλογή με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα ανάδειξης αποτελεσμάτων. Οι μεγάλες επενδύσεις, αν κει εφόσον έρθουν, θα μπορέσουν απλά να πυροδοτήσουν μια τυπική οικονομική ανάπτυξη.
Η διατήρηση της όποιας ανάπτυξης όμως, και η δημιουργία μιας οικονομικής βάσης με μακροπρόθεσμη και αυξάνουσα δυναμική θα προκύψει από την «καινοτόμο» και δημιουργική ενεργοποίηση των νέων, ταυτόχρονα όμως με μέτρα άμεσης αποτελεσματικότητας, που θα έχουν σαφείς κοινωνικές προεκτάσεις.

Σε αυτή την οικονομική φάση που βιώνουμε ως χώρα, για να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος απαιτείται η διαμόρφωση μιας πραγματικης προοδευτικής κουλτούρας, με ιδέες και δράσεις, σε διάφορα πεδία εφαρμογής.
Και φυσικά μια σύγχρονη αποτελεσματικότητα με άξονα την ουσιαστική υποστήριξη της νεανικής επιχειρηματικότητας.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει άμεση στήριξη των κοινωνικών επιχειρήσεων με νέους ανέργους που κατέχουν συγκεκριμένες δεξιότητες.
Θα πρέπει να υλοποιηθεί η δωρεάν διασύνδεση των μακρινών χωριών προκειμένου να αναδειχθούν ποικιλόμορφοα, διαδικτυακά επιχειρηματικά και επιμορφωτικά σχήματα.
Αυτό συνεπάγεται και άμεση διασύνδεση της δυναμικής επιχειρηματικότητας με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Κοινώς θα πρέπει να ανεγεννηθούν, πολιτικές απεγκλωβισμού των κοινωνικών ομάδων που έχουν την δυνατότητα να «αντιδράσουν» παραγωγικά και παραγωγικά εφόσον όμως τους δοθούν τα κατάλληλα εναύσματα.

Η Ευρώπη, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, βρίσκεται σε μια φάση οικονομικής αναδιάταξης, την ίδια στιγμή που η χώρα μας δεν μπορεί να βρει τον δικό της «οικονομικό βηματισμό.
Είναι άλλο πράγμα λοιπόν, να αναζητείς πολιτική με βάση επιλογές και είναι άλλο, να μην έχεις ούτε πολιτική, αλλά ούτε επιλογές.

Την ίδια στιγμή, που γίνεται προσπάθεια διαμόρφωσης μίας νέας αναπτυξιακής εικόνας της Ευρώπης, είναι παραπάνω από αναγκαία η ολοκλήρωση μιας νέας Ευρωπαϊκής Στρατηγικής με ορίζοντα το 2030 για μια ισχυρή Ευρωπαϊκή Οικονομία που θα αξιοποιήσει τις τεράστιες δυνατότητες της Ευρώπης και θα συγχρονιστεί με την 4η Βιομηχανική Επανάσταση, προκειμένου να παραχθεί νέος πλούτος, και η χώρα μας θα πρέπει και αυτή να είναι μέρος αυτής της προσπάθειας .
Ταυτόχρονα με αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να αντιμετωπίσουν και οι αρνητικές επιπτώσεις κυρίως από την μείωση των παραδοσιακών θέσεων εργασίας.
Αυτές θα κληθούν να τις καλύψουν και να τις αντικαταστήσουν οι νέοι με την νέα κουλτούρα και τις αντίστοιχες δεξιότητες.

Δυστυχώς σε αυτό το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, και μέχρι το 2030 η μάχη διεκδίκησης μίας θέσης στο διαμορφούμενο νέο παραγωγικό ευρωπαϊκό μοντέλο για την νεολαία είναι άνιση και μάλλον χαμένη αν δεν αντιδράσουμε άμεσα και συντεταγμένα.

Δημοσιεύτηκε στο capital. gr