Ευτυχές το νέο (πολιτικό) έτος

    Πάει ο παλιός ο χρόνος και μαζί με αυτόν και η μέχρι πρότινος Βουλή. Η άφιξη τού νέου έτους θα σηματοδοτήσει και την αλλαγή τής πολιτικής κατάστασης στη χώρα, καθώς την 25η Ιανουαρίου οι πολίτες θα κληθούν να ψηφίσουν γι’άλλη μια φορά, πριν τη λήξη τής 4ετίας, για νέα κυβέρνηση. Γνώμη και θέση μου το τελευταίο διάστημα ήταν πως η χώρα δεν πρέπει να οδηγηθεί σε εκλογές, αλλά να εκλεγόταν ΠτΔ και στη συνέχεια, κατόπιν συμφωνίας, να διεξάγονταν μες στο 2015.  Αυτό δε συνέβη, επομένως σε μια σύντομη προεκλογική περίοδο οι πολίτες καλούνται να σταθμίσουν πολλές παραμέτρους πριν φτάσουν στις κάλπες.

  Επιμένω στη στάθμιση, καθώς τώρα είναι η στιγμή που όσοι διεκδικήσουν την ψήφο θα κληθούν να προτείνουν, να απορρίψουν και να εισηγηθούν τις θέσεις τους για το μέλλον. Έως τώρα, και το επεσήμανα συχνά στις παρεμβάσεις μου, οι κορώνες, οι φλυαρίες και οι ανεύθυνες φωνές ακούγονταν με ευκολία. Έφτασε όμως η προκήρυξη εκλογών που προκαλεί και αναγκάζει όλες τις πλευρές ν’ανοίξουν τα χαρτιά τους, να μιλήσουν βάσει προγραμμάτων και εφικτών λύσεων, λαμβάνοντας πάντοτε υπ’όψιν πως η χώρα δεσμεύεται από υπογραφές έναντι των εταίρων, οι οποίες δεν ακυρώνονται με τη διεξαγωγή εκλογών.

   Ανιχνεύοντας τα μηνύματα των δημοσκοπήσεων διαπιστώνει κανείς την ανάγκη τού κόσμου για αλλαγή. Ωστόσο μετά από πέντε χρόνια μνημονιακών πολιτικών, ύφεσης και οικονομικού σοκ θεωρώ πως η αλλαγή δεν καθορίζεται από τα ορθά ή τα ορθότερα των κριτηρίων εκ μέρους των πολιτών. Αρκεί ν’απομακρυνθούν οι κυβερνώντες και ν’αναλάβουν άλλοι; Αυτό εννοούμε αλλαγή; Η παραδοχή πως το πολιτικό σύστημα έχει φθαρεί και απαιτείται ανανέωση, δε συμπεριλαμβάνει μόνο την κυβέρνηση, η οποία σίγουρα απέτυχε, αλλά και την αντιπολίτευση. Δεν είμαι σίγουρος πώς θα επέλθει η αλλαγή που επιθυμούμε όλοι με μια παράταξη που ενέταξε στις τάξεις της στελέχη από άλλους χώρους, που ψήφισαν το μνημόνιο και το μεσοπρόθεσμο. Δε γνωρίζω κατά πόσο είναι σε θέση ν’αναλάβει σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα τη διακυβέρνησή της, όταν οι θέσεις της για την οικονομία είναι θολές και δε δίνουν σαφείς απαντήσεις. Όταν η μοναδική απάντηση είναι η «σκληρή διαπραγμάτευση» και όταν ερωτώνται τι θα κάνουν στην περίπτωση που αρνηθούν οι εταίροι, διαπιστώνει κανείς ότι σχέδιο δεν υπάρχει.

  Από την άλλη, η τέως κυβέρνηση ολιγώρησε αδικαιολόγητα μετά τις ευρωεκλογές στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων (επαναλαμβάνω, όπως το κάνω συχνά, πως οι μεταρρυθμίσεις δεν ταυτίζονται με επώδυνα μέτρα) και αναλώθηκε σε μια στείρα αντιπαράθεση με την αντιπολίτευση, συρόμενη σε παλινωδίες, όπως ο ΕΝΦΙΑ ή η ρύθμιση των 100 δόσεων. Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ τής συγκυβέρνησης, εσωστρεφές και ανήμπορο να υποστηρίξει τις θέσεις του, ακολουθούσε τη ΝΔ, με την οποία δεν ταυτίστηκε, αλλά ετέθη στο περιθώριο. Πολλές ευνοϊκές τροπολογίες και ρυθμίσεις σε νομοσχέδια έγιναν μετά από εισηγήσεις στελεχών τού ΠΑΣΟΚ, αλλά έλειψε η πολιτική που θα τις προέβαλλε και θα τις επικοινωνούσε στους πολίτες.

   Επειδή η αποτίμηση δεν προσφέρει, καθώς ο πολιτικός διάλογος συχνά εξαντλείται σε αυτήν και ο κόσμος έχει φτάσει στα όριά του, κοινωνικά και οικονομικά, το ζητούμενο είναι το μέλλον. Η σύντομη προεκλογική περίοδος προδιαγράφεται πολωτική, με σκληρές αντιπαραθέσεις, που αμφιβάλλω εάν θα αναδείξουν τις πολιτικές που υποστηρίζει ο καθένας. Επικοινωνιακά έχει επιλεγεί η τακτική τού «φόβου» και της «κινδυνολογίας» εκατέρωθεν. Επενδύουν στο φόβο, ενώ θα έπρεπε να καταθέτουν προτάσεις. Ξοδεύουν το χρόνο σε διαξιφισμούς, ενώ θα μπορούσαν ν’απευθυνθούν στους πολίτες με ειλικρίνεια και να παρουσιάσουν ποιο είναι το σχέδιο, ποια είναι τα βήματα εκείνα που θα βάλουν τη χώρα σε διαφορετική τροχιά.

  Να επενδύει κανείς στο φόβο δεν είναι γόνιμο και κρύβει κινδύνους. Προτιμώ να επενδύω στο μέλλον και στην κατάθεση προτάσεων. Δεν επιχειρηματολογώ με καταστροφολογία, αλλά γνωρίζοντας σε βάθος την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση, οφείλω να διαλέγομαι με δεδομένα, χωρίς να δημιουργούνται αυταπάτες. Δεν επιθυμώ να αντιπαρατίθεμαι για το παρελθόν, αλλά να υποστηρίζω και να συμπράττω σε εφικτές και μεθοδευμένες λύσεις. Πιστεύω στη σύνθεση και όχι στην πόλωση. Η πολιτική περιχαράκωση αποτελεί παρελθόν και η παρούσα συγκυρία απαιτεί ενότητα και όχι διάσπαση. Σε αυτήν την κρίσιμη ώρα, στην αυγή τού νέου έτους, ας παραμείνουμε νουνεχείς και ας σκεφτούμε επιτέλους πώς θα παραχθεί πολιτική ουσίας, χωρίς επικοινωνιακά παιχνίδια που στοχεύουν μόνο στην εξουσία, χωρίς όραμα, ελπίδα και σχέδιο.

  Μια δημιουργική και ωφέλιμη χρονιά εύχομαι σε καθέναν ξεχωριστά. Η αλλαγή που προσδοκούμε όλοι ας αρχίσει με την αλλαγή τού έτους, ατενίζοντας με ρεαλισμό και αισιοδοξία το μέλλον.

ΕΝΑΣ ΣΜΗΝΑΓΟΣ ΔΕ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

ImageHandler

  «Σηκώστε το κεφάλι ψηλά», είπε από το πιλοτήριο ο σμηναγός και έδωσε ένα τόνο αισιοδοξίας στις καγκελοποιημένες παρελάσεις και στη συννεφιασμένη επέτειο.  Απευθύνθηκε στους Έλληνες  χωρίς κανένα διαχωρισμό και η φράση του μας έκανε να αισθανθούμε πως κάτι εθνικό συνέβαινε εκείνη την ημέρα. Αυτός μόνος. Κανείς άλλος μαζί του. Αυτή η επέτειος είχε ένα διαφορετικό κλίμα. Ο σχολιασμός της αναλώθηκε στα εμφυλιοπολεμικά χρόνια και όχι στο γεγονός τού 1940. Σε παρέλαση δήμου τής Αττικής, με απόφαση τού δημάρχου, ακούστηκε ο ύμνος τού ΕΑΜ στην παρέλαση και αυτό πυροδότησε αντιδράσεις και συζητήσεις όχι για τον Μεταξά και το «ΟΧΙ», αλλά για τον εμφύλιο, ποιος συνθηκολόγησε με ποιον, ποιος επικράτησε, ποιον αποτίμησε θετικά η ιστορία και άλλα τέτοια, την ίδια στιγμή που οι Τούρκοι γίνονται ολοένα και πιο προκλητικοί στην Κύπρο. Το εξωφρενικό, το αδιανόητο, ήταν ένα ρητορικό ερώτημα πολιτευτή τής ΝΔ (τού κ. Θ. Πλεύρη), ο οποίος αναρωτήθηκε πώς θα αισθανόταν άραγε ένα παιδί δεξιάς οικογένειας ακούγοντας τον ύμνο τού ΕΑΜ την ώρα που παρέλαυνε.

   Με όλο τον σεβασμό σε όλες τις απόψεις, καθώς όλοι κρίνονται όταν αρθρώνουν δημόσιο λόγο, επειδή είναι νέος άνθρωπος, ηλικιακά τουλάχιστον, θα έπρεπε καταρχήν να αναρωτηθεί, και όχι μόνον αυτός, ποιο παιδί που παρέλαυνε γνώριζε τι ακούγεται και τι σημαίνει ΕΑΜ (το πιο πιθανό είναι να ακούστηκε γνώριμος ο ήχος φέρνοντας στο μυαλό κάποιων παιδιών ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι). Εάν εκείνη την ώρα ξεσπούσαν επεισόδια από θερμόαιμους εκατέρωθεν, ποιο παιδί θα καταλάβαινε γιατί παρεκτράπη η παρέλαση; Επειδή σε αυτή την επέτειο έλειψαν τα επεισόδια προηγούμενων ετών, βοήθησε ίσως ο καιρός και τα κάγκελα(…), το παραπάνω θέμα σχεδόν μονοπώλησε τις συζητήσεις. Δευτερευόντως εντύπωση προκάλεσε ο έγχρωμος σημαιοφόρος, αλλά το θέμα πέρασε «στα ψιλά» από τα δελτία ειδήσεων, και μόνο στο διαδίκτυο σχολιάστηκε αρκούντως. (Αρκετά χρόνια πριν όλοι θυμόμαστε τον σάλο που προκάλεσε ένας άλλος σημαιοφόρος από την Αλβανία. Το θέμα τώρα δεν «πουλάει», γιατί και στις δύο εθνικές επετείους, τα τελευταία χρόνια, τυγχάνει να σηκώνουν την σημαία παιδιά που δεν είναι Έλληνες. Θα ρωτήσει κάποιος τι είναι τελικά Έλληνες και η συζήτηση «τραβάει» επί μακρόν για το αν δικαιούται κάποιος μη Έλλην να υψώνει τη γαλανόλευκη.)

  Ο Πρόεδρος τής Δημοκρατίας προτίμησε, κατά τη συνήθη τακτική, τις γενικότητες περί ενότητος και μάχης που πρέπει να δοθεί για να ξεπεραστεί η κρίση, υπογραμμίζοντας τον ρόλο των ενόπλων δυνάμεων. «Με αλληλεγγύη», είπε, αλλά αναρωτιέμαι εάν ο ίδιος, στην πράξη, έχει κινηθεί προς σ’ αυτή την κατεύθυνση, όπως προστάζει η θέση και το αξίωμά του. Κατά τ’ άλλα άπαντες δήλωσαν περήφανοι για το έπος του ’40, και σίγουροι για την ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων, όποτε κι εάν χρειαστούν. Στερεότυπες εκφράσεις, προσαρμοσμένες στα χρόνια τού μνημονίου, και λόγια που κανείς δε θέλει ν’ ακούει πλέον. Ο υπουργός παιδείας αναφέρθηκε στα  μέτρα ασφαλείας, θεωρώντας τα αναγκαία, εκφράζοντας παράλληλα την ευχή να είναι η τελευταία παρέλαση που γίνεται με κάγκελα. Ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για ελευθερία, δημοκρατία, αξιοπρέπεια και παρακαταθήκες των ηρώων. Η αντιπολίτευση προέτρεψε σε αγώνες για να ανατραπεί η παρούσα πολιτική. Και πέρασε η ημέρα, οι σημαίες κατέβηκαν από τα περισσότερα μπαλκόνια και επιστρέψαμε άρον άρον στις ρυθμίσεις για τα ληξιπρόθεσμα, στο ελληνικό υποβρύχιο που πλέει στη Μεσόγειο, για το τι σημαίνει έξοδος από το μνημόνιο και όλα αυτά τής επικαιρότητας. Και άρχισαν εκ νέου οι δηλώσεις και τα δελτία τύπου από κυβέρνηση και αντιπολίτευση, που κανένα νόημα δεν έχουν για τον κόσμο, και τους κάνουν να φαίνονται ακόμα κατώτεροι των περιστάσεων.

  Επέτειος ήταν και με τα τυπικά αποτελεί τώρα παρελθόν. Σαν επέτειος τι άλλο θα μπορούσε να είναι…ίσως μια ευκαιρία ν’ αντιληφθούν οι Έλληνες πως είναι έθνος. Πως είναι ένας λαός,  που στην πλειονότητά του υποφέρει, και πως ήρθε ο καιρός ν’ αρχίσει να κοιτάζει ψηλά. Δυστυχώς οι πολιτικοί, ξεχνώντας τις καθιερωμένες δηλώσεις τους για την επέτειο, εργάζονται προς την αντίθετη κατεύθυνση, δημιουργώντας και καλλιεργώντας κλίμα διχασμού. (Ο διχασμός δε σημαίνει απαραίτητα δεξιά ή αριστερά. Έχει περάσει σε πιο απλά επίπεδα, πέρα από ιδεολογίες. Γιατί π.χ. ο ένας δικαιούται επίδομα και όχι ο άλλος, γιατί εκείνη η ομάδα πολιτών ρύθμισε τα χρέη της, ενώ κάποιοι άλλοι δεν περιλαμβάνονται στις ρυθμίσεις, για ποιο λόγο ο τάδε νομός έχει υψηλότερο συντελεστή από κάποιον άλλο σχετικά με το επίδομα θέρμανσης, ακόμα και με τις πρόσφατες πλημμύρες, κάποιοι θα αποζημιωθούν και κάποιοι όχι.)

  Ο σμηναγός έδωσε το σύνθημα, χωρίς να διαχωρίσει κανέναν. Μένει σε όλους εκείνους που τον επαίνεσαν ν’ αλλάξουν προσανατολισμό και να μεριμνήσουν, ώστε να σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά όλοι μαζί.