Η διαπραγματευτική τακτική Ελλάδας και Ευρώπης

Όπως μαρτυρούν οι δημοσκοπήσεις μετεκλογικά, μεγάλος αριθμός πολιτών εκλαμβάνει την επικοινωνιακή τακτική τής κυβέρνησης ως μία προσπάθεια διαπραγμάτευσης –ακόμα και αντίστασης. Επειδή η ρευστότητα των συνθηκών δεν επιτρέπει μακροπρόθεσμες προβλέψεις, οι βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν δύο ουσιαστικά δεδομένα. Πρώτον, όλες οι χώρες που ήταν εντός μνημονίων (εκτός της Κύπρου που όμως θα βγει εντός του 2015) αντλούν πλέον κεφάλαια από τις «αγορές» και δεύτερον, δεν είναι δυνατόν κάθε έξι μήνες η χώρα, για τους οποιουσδήποτε λόγους, να βρίσκεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο του πιστωτικού γεγονότος και των συνεπειών του.

Αναλύοντας το τι πραγματικά συντελέσθηκε στο Eurogroup της Δευτέρας, είμαστε υποχρεωμένοι –πέρα από το ποιούτηλεοπτικού σταθμού το δελτίο ειδήσεων παρακολουθούμε- να αναγνωρίσουμε πως, σε μία ήπια αναδίπλωση προς τον ρεαλισμό της Κυβέρνησης, η ενημερωτική καθημερινότητά μας θα διανθισθεί από τον διπλασιασμό, στην ουσία, των ομάδων της Τρόικας/Θεσμών. Η αξιολόγηση τής πορείας των συμφωνηθέντων θα γίνεται μια στην Αθήνα (όπως ακριβώς και κατά το παρελθόν), με την μορφή τεχνικού κλιμακίου, και μία στις Βρυξέλλες, αντί για το Παρίσι. Όπως και αν χαρακτηρίζουν την εξέλιξη αυτή τα επίσημα κείμενα της Ελληνικής Κυβέρνησης (βλέπε επιστολές Δραγασάκη), τα αντίστοιχα αγγλικά κάνουν σαφή λόγο για τεχνικά κλιμάκια στην Αθήνα και τεχνικές συζητήσεις στις Βρυξέλλες.Επομένως το αποτέλεσμα παραμένει επιφανειακό, καθώς η ουσία δεν αλλάζει, με την Κυβέρνηση να επιμένει στο παιχνίδι των λέξεων.

Προφανώς δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί στην Κυβέρνηση πως στην Ευρώπη ακολουθείται μία διαφορετική τακτική σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Αφήνουν την Ελλάδα να «συζητάει» ασαφώς, ενώ σε λίγες εβδομάδες δεν θα έχει την δυνατότητα- αν δεν αξιολογηθούμε από τα τεχνικά κλιμάκια-να πληρώσει μισθούς και συντάξεις, χωρίς να «δεσμεύσει» στην ουσία τα αποθεματικά των ταμείων. Μέχρι το… επόμενο Eurogroup. Και ο χρόνος τρέχει, χωρίς να έχει ακουσθεί τίποτα για πρόγραμμα ανάπτυξης. Χωρίς να γίνεται λόγος για δημιουργία θέσεων εργασίας. Χωρίς να δίνεται ανάσα σε χιλιάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες, που αδυνατούν να λειτουργήσουν στα πλαίσια της «σαφέστατης» και καταγεγραμμένης πιστωτικής ασφυξίας.

Γίνεται λόγος για προτάσεις, που όμως δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από εκθέσεις ιδεών. Προτάσεις που θα πρέπει να προσβάλλουν τον άνεργο και τον μικρομεσαίο που μάχεται για την επιβίωση. Προτάσεις που διαχρονικά έχουν αποτελέσει την μόνιμη πολιτική επωδό κάθε Κυβέρνησης που μόλις έχει αναλάβει καθήκοντα ή βρίσκεται υπόπίεση. Προτάσεις που στην ουσία…δεν υπάρχουν, επειδή αυτές δεν μπορούν ν’ αξιολογηθούν από εκείνους που μπορούν να διοχετεύσουν ρευστότητα στο σύστημα.

Αναλύοντας δε μία εκ των τριών νέων προτάσεων της Κυβέρνησης, θα αναγνωρίσουμε ότι στην ουσία πρόκειται για νομιμοποίηση αδήλωτου εισοδήματος. Δηλαδή αποδοχή διαδικασίας -λόγω ανάγκης- ξεπλύματος χρήματος. Ας εξηγήσει κάποιος σε όσους έχασαν την δουλειά τους, την σύνταξή τους ή ακόμα παλεύουν να σώσουν το σπίτι τους,ποιους ευνοεί με την πρότασή της αυτή η Κυβέρνηση. Εάν πορεύεται με αυτή την λογική μόλις δύο μήνες μετά τις εκλογές, πως θα πορευθεί για το καλό του τόπου αργότερα; Ο χρόνος κυλά εις βάρος τής χώρας, όσο η δημιουργική ασάφεια εξακολουθεί να μένει αδιευκρίνιστη και οι εταίροι μας επιμένουν στην κατάθεση κοστολογημένων προτάσεων. Και το χάσμα ενισχύεται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί εκλογών ή δημοψηφίσματος. Η αργοπορία, η ασάφεια και οι θολές προτάσεις επικεντρώνουν το ενδιαφέρον αυστηρά στα δημοσιονομικά της χώρας, αφήνοντας την καθημερινότητα, τη διοίκηση και την εξωτερική πολιτική. Η ακαμψία των εταίρων θα υποχωρήσει όταν ρεαλιστικά και υπεύθυνα η κυβέρνηση υπαναχωρήσει από τις ανέφικτες προεκλογικές δεσμεύσεις και συμφωνήσει στην εφαρμογή μνημονίου/προγράμματος, ύστερα από την όποια διαπραγμάτευση στην Αθήνα ή στις Βρυξέλλες…

Ίσως έφτασε ο καιρός να γίνει αντιληπτό πως αντί να βαπτίζεται το «κρέας ψάρι», όπως είπε πρόσφατα ο Μ Γλέζος, να γίνει συνείδηση πως ο πολιτική πολυμορφία και πολυλογία που αναπτύσσεται από την Κυβέρνηση δεν οδηγεί πουθενά. Έφτασε ο καιρός να ξεκαθαρίσουν στο κυβερνών κόμμα ποιοι πραγματικά μπορούν να αντέξουν το δύσκολο μονοπάτι της Ευρώπης και να καθίσουν συνολικά και συλλογικά, με εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που έχουν την εμπειρία των θεσμών και της Ευρώπης, και να διαμορφώσουν ένα  βιώσιμο πλάνο για τον τόπο, σε μία βάση πολιτικού μορατόριουμ για τουλάχιστον ένα χρόνο.

Η κοινωνική συναίνεση δεν είναι δεδομένη

«…Η επανεκκίνηση της οικονομίας θα πρέπει να αναζητεί επανεκκίνηση και επανασχεδίαση της φιλοσοφίας θεσμών, αλλά και αναπτυξιακών φορέων, που κατά το παρελθόν όχι μόνον δεν έχουν επιτελέσει το ρόλο τους, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έχουν αποτελέσει μέρος του προβλήματος. Η χώρα όμως δεν έχει την πολυτέλεια να αφήσει τις κοινωνικές ανισότητες που διαμορφώθηκαν την περίοδο της κρίσης να συνεχίσουν να αυξάνουν. Οι μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες είναι εκείνες που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη. Η ανισότητα υπονομεύει την πολιτική και οικονομική σταθερότητα και κατ’ επέκταση την επενδυτική διάθεση των επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική συναίνεση που είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις ενός μεγάλου οικονομικού σοκ. Επομένως, βασική προτεραιότητα των επόμενων κυβερνήσεων πρέπει να είναι η μείωση των ανισοτήτων με κύρια στόχευση την αποκατάσταση της «πλήρους απασχόλησης…»

(Ηρ. Ρούπας, Οικονομία σε ύφεση-Πολιτική υπό κρίση, Αθήνα 2014)

 Εάν οι προτάσεις της σημερινής κυβέρνησης είναι ρεαλιστικές, εφικτές και τις αποδεχθούν οι εταίροι  μας, δε σημαίνει πως η Ελλάδα έλυσε τα προβλήματά της και αρχίζουμε να πορευόμαστε σε μια ευημερία και αυθαίρετη ανάπτυξη. Το ζήτημα των ημερών δεν είναι εάν κέρδισε η Ελλάδα ή επλήγη το γόητρο των Γερμανών. Το αποτέλεσμα αυτό θα κριθεί μακροπρόθεσμα. Η κυβέρνηση που εξελέγη με συγκεκριμένο πρόγραμμα οφείλει τώρα να ισορροπήσει μεταξύ των δεσμεύσεων έναντι των δανειστών και των κοινωνικών απαιτήσεων που η ίδια δημιούργησε. Η κοινωνική συναίνεση δεν θεωρείται δεδομένη στην παρούσα χρονική στιγμή, καθώς απτά αποτελέσματα δεν έχουν φανεί. Το μνημόνιο, οι θεσμοί, το πρόγραμμα, η γέφυρα, οι εταίροι, οι δανειστές, η στροφή στο ρεαλισμό, και κάθε είδους λέξη που μοιάζει ανακουφιστική επικοινωνιακά, δεν αλλάζει την ουσία. Η χώρα μας εξακολουθεί να βρίσκεται υπό αυστηρή εποπτεία, μεταρρυθμίσεις επιβάλλεται να εφαρμοστούν και τα περιθώρια για κοινωνική πολιτική είναι μικρά. Μένει να διαπιστώσουμε εάν η κυβέρνηση θα τολμήσει να «πειράξει» τα κακώς κείμενα, ν’ απεμπλακεί από τα μικροπολιτικά συμφέροντα και να δημιουργήσει επιτέλους εκείνες τις συνθήκες, προκειμένου η χώρα ν’ αρχίσει να γίνεται παραγωγική και ανταγωνιστική.