Η οικονομική πολιτική ενός κοινωνικού εγκλωβισμού

Αναλύοντας την σημερινή οικονομική πραγματικότητα παρατηρούμε καταρχήν, πως παρά την φαινομενική λήξη των μνημονίων, αδυνατούμε σαν οικονομία να παρακολουθήσουμε τις διεθνείς εξελίξεις.

Κατά συνέπεια αδυνατούμε να αντιδράσουμε. Το κυριότερο όμως σημείο ανάλυσης, αφορά την αδυναμία της σημερινής κυβέρνησης να παράξει συγκεκριμένη συντεταγμένη οικονομική πολιτική ανάπτυξης. Ειδικότερα όμως, μία πολιτική ανάταξης που θα επιφέρει κοινωνικές ισορροπίες.

Αντ’ αυτής όμως, βλέπουμε να προωθούνται μέτρα που δημιουργούν ουσιαστικά έναν φαύλο κύκλο αντικρουόμενων πολιτικών, που στην ουσία αναγεννούν και αναδεικνύουν μια πληθώρα κοινωνικών αντιπαραθέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται επικοινωνιακά, τον τελευταίο καιρό, η Κυβέρνηση την αποφυγή της περικοπής των συντάξεων.

Aνταλλάσει ουσιαστικά και αποδέχεται, την περικοπή του προγράμματος των παιδικών συσσιτίων και τη δημιουργία νέων παιδικών σταθμών για να αποτρέψει την περικοπή των συντάξεων.

Μία διαμόρφωση, ουσιαστικά αντιλαϊκών, εσωτερικών «αντιμέτρων» που μέσω της κοινωνικής «παγίδευσης», προσπαθεί να επηρεάσει τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες.

Καμία δε από τις δύο αυτές κοινωνικές ομάδες, δεν έχει την δύναμη να αντιδράσει, παρά μόνον να περιμένει ίσως να κερδίσει κάτι, ίσως λιγότερο, από την ομάδα εκείνη που θα ευνοηθεί πρώτη.

Κάτι σαν μία αυτοκτονική, «Ρώσικη ρουλέτα» φαινομενικής κοινωνικής ευαισθησίας. Ποια ευπαθής κοινωνική ομάδα θα κερδίσει έναντι της άλλης, ώστε αυτή που έχασε να βρεθεί «εγκλωβισμένη» εν αναμονή κάποιου ευνοϊκού μέτρου.

Ευπαθείς κοινωνικές ομάδες «απέναντι» σε άλλες ευπαθείς ομάδες με στόχο την επιβίωση αμφοτέρων.

Υπάρχει αντίδραση; Καμία.

Ίσως κάποια αναπτυξιακή πολιτική που θα μπορούσε να δώσει μία βιώσιμη προοπτική επιβίωσης; Ακόμη αναζητείται.

Το μόνο που υπάρχει είναι μία νωχελική απάθεια , μία φοβία, που μοιρολατρικά, όλα μαζί ,οδηγούν σε μία αντιπαραγωγική λογική όσων αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στην απλή καθημερινότητα.

Αυτή ακριβώς η φοβία, των οικονομικά ασθενέστερων, αναδεικνύει, καθημερινά, την μοιρολατρία της προσμονής, δηλαδή ότι ίσως σε ένα επόμενο στάδιο θα υπάρξει ικανοποίηση κάποιων μικρών τους κοινωνικών αιτημάτων. Δηλαδή κάποιο μικρό επίδομα ή κάποια μικρή φοροελάφρυνση, την ίδια στιγμή που πανευρωπαϊκά, ο κυρίαρχος στόχος είναι η ανάκτηση της ευημερίας των εργαζομένων.

Ο κοινωνικός αυτός εγκλωβισμός διοχετεύεται, λοιπόν, σε κάθε πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Διαμορφώνει όμως, και μία αλληλουχία «εναγκαλισμών» και εξαρτήσεων που δύσκολα αποβάλλονται, καθώς εδραιώνουν σταδιακά μία νέα κουλτούρα χαμηλών προσδοκιών.

Χωρίς προσδοκίες, ουσιαστικούς στόχους και ένα πρόγραμμα εκσυγχρονιστικής αναδιάταξης για την πλειοψηφία των πολιτών η ήδη υφιστάμενη «χαοτική» οικονομική προσαρμογή θα οδηγήσει σε ένταση της κοινωνικής διαφοροποίησης και σε έναν τεράστιο κοινωνικό εγκλωβισμό των οικονομικά ασθενέστερων. Ταυτόχρονα όμως, θα οδηγήσει στην απώλεια κάθε προσδοκίας της συλλογικής ανέλιξης και της κοινωνικοοικονομικής προόδου.

Διαμορφώνεται έτσι και μία στρεβλή κουλτούρα αντιπαραγωγικών εξαρτήσεων. Η διαμόρφωση κουλτούρας όμως, αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο στην αναπτυξιακή πορεία της εκάστοτε χώρας. Με την υφιστάμενη πολιτική κοινωνικοοικονομικού εγκλωβισμού, που έχει δημιουργηθεί στην χώρα μας, κινδυνεύουμε να απεμπολήσουμε την κουλτούρα της επιχειρηματικότητας που οδήγησε, προ κρίσης, την χώρα στην αναπτυξιακή της δυναμική, και να την αντικαταστήσουμε με μία κουλτούρα εγκλωβισμού και εξάρτησης από το κράτος και την κεντρική εξουσία.

Ας υποθέσουμε πως η έννοια της ανάπτυξης βασίζεται τόσο στην οικονομική δυναμική, όσο και στην δυναμική της ψυχολογίας του κοινωνικού συνόλου που διαμορφώνει άλλωστε και την βάση των αναπτυξιακών δομών. Αποδεδειγμένα λοιπόν, πλέον η ψυχολογία διαμορφώνεται από την πρόοδο του νέου. Κάτι που στην παρούσα φάση φαντάζει ουτοπικό στον εγκλωβισμό της σημερινής οικονομικής συγκυρίας.

Μίας συγκυρίας που εξυπηρετεί την πολιτική ρητορική της κυβέρνησης να αναφέρεται σε αυξήσεις μισθών.

Μία μονοδιάστατη ρητορική όμως, χωρίς προοπτική και δύναμη αναγέννησης, αλλά πρόσκαιρου οικονομικού και κατ΄επέκταση κοινωνικού οφέλους.

Πλέον η έννοια του κοινωνικού οφέλους δεν θα πρέπει μονοδιάστατα να συνδέεται και να βασίζεται στην μισθολογική αύξηση, αλλά στην δημιουργία καινοτομίας και παραγωγής προκειμένου να οδηγηθούμε σε ανάδειξη και διεύρυνση των θετικών στοιχείων της οικονομίας.

Με δεδομένη την οικονομική πραγματικότητα των αριθμών και των στατιστικών στοιχείων, δημιουργείται η εντύπωση πως η οικονομία ανακάμπτει. Στα νούμερα όμως, καθώς ποσοστό της τάξεως του 1,8% συνιστά απλά αντιστροφή της υφεσιακής τάσης. Ειδικά αν αρχίσουμε να συνυπολογίζουμε και τη σταδιακή εμφάνιση πληθωρισμού.

Κατά μία έννοια λοιπόν, η κινητικότητα συνίσταται μόνον στο θετικό πρόσημα μία ανούσιας στατιστικής προσέγγισης.

Όμως στατιστική προσέγγιση αποτελεί και η εικονική ένδειξη μείωσης της ανεργίας. Άλλη μία προσέγγιση δηλαδή, «κοινωνικού εγκλωβισμού» καθώς τα διλήμματα που τίθενται σε αυτή την περίπτωση είναι μεταξύ εκείνων που υποχρεώνονται σε μισθούς «μερικής απασχόλησης» και εκείνων που προτιμούν τα επιδόματα γιατί απλά δεν έχουν μεγάλη διαφορά από τα ποσά της μερικής απασχόλησης.

Στατιστικό στοιχείο αποτελεί και όμως και η αύξηση των πλεονασμάτων. «Υπερπλεονάσματα» όπως έχει επικρατήσει στο ευρύ κοινό, αυτός ο νέος όρος. Όμως όταν το «υπερπλεόνασμα» διαμορφώνεται εξαιτίας των καθυστερήσεων πληρωμών από το Δημόσιο, γίνεται σαφές πως και αυτή ακόμα η ιδιότυπη στάση πληρωμών διαμορφώνει μία νέα στόχευση «οικονομικού εγκλωβισμού», χωρίς καμία διάθεση από πλευράς της κυβέρνησης να αντιληφθεί την αντιαναπτυξιακή επίπτωση της πολιτικής αυτής.

Η φυγής των 500.000 και πλέον νέων που θα έπρεπε να συμβάλλουν στην διαμόρφωση μίας νέας καινοτόμου κουλτούρας των επόμενων ετών, εξασθενεί την προοπτική αυτή, διαμορφώνοντας άλλη μία ιδιότυπη πτυχή κοινωνικού εγκλωβισμού και οπισθοδρομικότητας γι αυτούς που «μένουν πίσω».

Όταν όμως ο ίδιος ο Μαρξ έφτασε να αναγνωρίσει στο Κομμουνιστικό μανιφέστο που συνέγραψε με τον Εγκελς το 1848, ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός ήταν «προοδευτικός», δυσκολεύομαι να αντιληφθώ τον λόγο που η παρούσα «αριστερή» κυβέρνηση, αρνείται με τις πράξεις και τις πολιτικές της, αυτή την κοινά αποδεκτή βασική αρχή προοδευτικότητας.

Χωρίς προοδευτικότητα όμως, και με τη διατήρηση συνθηκών κοινωνικού και οικονομικού εγκλωβισμού, η κρίση της οικονομικής αντικανονικότητας απλά αναδεικνύεται καθημερινά με λέξεις-σλόγκαν, χαρακτηριζόμενες από στρεβλά συνθετικά «υπέρ» και «αντί». (Υπερ)πλεονάσματα, (Υπερ)φορολόγηση. (Αντί)μετρα, (Αντι)αναπτυξιακά μέτρα

**το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο: http://www.protothema.gr

Στα χρόνια του Πολιτικού«μηρυκασμού», μεγαλύτερη από ποτέ η ανάγκη επιβίωσης της γαλακτοκομία

Υπάρχουν «ειδήμονες» εν μέσω κρίσης νομίζουν πως η ανάπτυξη είναι θέμα μόδας. Νομίζουν πως πρέπει να αναζητηθεί ή να σχεδιασθεί με όρους «εξωτικούς» ή προβληματισμούς δυσνόητους. Η πραγματικότητα όμως, είναι πολύ ποιο απλή. Η ανάπτυξη απλούστατα ξεκινάει από την διασφάλιση τόσο του αυτονόητου, όσο και των κεκτημένων. Ειδικά σε περιοχές όπου προϊόντα και υπηρεσίες εμφανίζουν εξέχουσα θέση. Αυτά τα κεκτημένα λοιπόν αγωνίζεται να διατηρήσει ο κλάδος του γάλακτος στην περιοχή των Καλαβρύτων.

Δυστυχώς το πρόβλημα μπορεί πολύ εύκολα να παρουσιασθεί με λίγες μόνον λέξεις. «Ελληνοποιήσεις ». Αφανισμός κοπαδιών. Υγειονομική παρακολούθηση. Υποχρεωτικά ισοζύγια. Κόστος παραγωγής. Αδυναμία συσπείρωσης των μικρών παραγωγών για τον καθορισμό της τιμής. Κάθε τελεία σηματοδοτεί και ένα πρόβλημα. Κάθε έννοια και μία διαχρονική προβληματική που ίσως κάποιοι την έβλεπαν να έρχεται, λίγοι όμως αντέδρασαν προκειμένου να μην κινδυνεύσει ο «γαλακτοκομικός ιστός» των Καλαβρύτων.

Το πρόβλημα σίγουρα παρουσιάζει ιδιαιτερότητες που θα μπορούσαν θεωρητικά να αντιμετωπισθούν τόσο γενικά από πλευράς Κυβέρνησης, όσο και ειδικά για την περιοχή των Καλαβρύτων. Από πλευράς αναπτυξιακής προσέγγισης, με ενδιαφέρει η αντιμετώπιση των ιδιαιτεροτήτων του τόπου μου, καθώς η κτηνοτροφία με τους 1300 παραγωγούς γάλακτος αποτελεί σημαντικό αναπτυξιακό βραχίονα.

Σε παλαιότερο άρθρο μου είχα κάνει αναφορά στην ανάγκη βελτίωσης του περιφερειακού οδικού δικτύου στον βαθμό που να επιτρέπει άμεση και άνετη πρόσβαση του παραγωγού με το δίκτυο συγκέντρωσης. Εύκολη πρόσβαση. Αμεσότερη και λιγότερο κοστοβόρα παράδοση. Η λύση αυτή αποτελεί τον πλέον άμεσο τρόπο να αναδειχθεί το ενδιαφέρον των φορέων για τον κτηνοτροφικό κλάδο. Όταν το ζητούμενο είναι η μείωση του κόστους παραγωγής, αυτονόητα πρέπει να αναδειχθούν ή να διεκδικηθούν μικροσυνεργατικές δομές. Όχι ως ευχολόγιο, αλλά ως πράξη άμεσης στήριξης, καθώς η πλειοψηφία των μικρών κτηνοτρόφων δεν έχει την αντίστοιχη παιδεία και γνώση.

Η στήριξή τους όμως προς την κατεύθυνση αυτή αποτελεί και τρόπο άμυνας έναντι των δομημένων συμφερόντων που επιδιώκουν τον καθορισμό όλο και χαμηλότερων τιμών για τον κτηνοτρόφο. Κατά συνέπεια πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες ακόμα και «εκπαίδευσης» από τον συνεταιρισμό ίσως σε πρώτη φάση. Κάθε ενέργεια όμως, απαιτεί και προσαρμογές νοοτροπιών για να μπορεί να γίνει ελκυστική ή κτηνοτροφία. Ειδικά στους νεώτερους. Να ζωντανέψουν όπου είναι δυνατόν τα χωριά. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται διασύνδεση επικοινωνιακή, τεχνολογική και ουσιαστική. Βασικές προϋπόθεσεις δημιουργίας άμυνας έναντι εκείνων που αγοράζουν το προϊόν σε συνθήκες «επιβολής» χαμηλών τιμών.

Ο έλεγχος και η αποτροπή των Ελληνοποιήσεων, η προστασία του κώδικα ΠΟΠ, καθώς και η θέσπιση εγγυημένων τιμών που να αφήνουν βιώσιμο εισόδημα, αποτελεί ευθύνη της Κυβέρνησης. Όμως, όταν υπάρχει ανάγκη συνεργασιών. Όταν απαιτείται για λόγους επιβίωσης να συνεργασθούν οι κτηνοτρόφοι, είναι δύσκολο να αντιληφθώ τον λόγο που δεν μπορούν να συνεργασθούν οι βουλευτές του Νομού για την «επιβολή» ο καθένας στα κόμματα του ενιαίας γραμμής στα θέματα κεντρικής πολιτικής του Νομού μας. Δεν νομίζω ότι έχουν πολλά να χωρίσουν όσον αφορά τις … κατσίκες και τα πρόβατα. Άλλωστε είναι καιρός να αποβληθεί ο «πολιτικός μηρυκασμός» που χαρακτηρίζει την ανακύκλωση λόγων και την αδυναμία πράξεων.

Κάποια μέρα, η Ελλάδα θα έχει την παιδεία που της αξίζει…

Κάπου ψηλά, σε ένα χωριό των Καλαβρύτων ο μικρός μαθητής σηκώνεται πρωί – πρωί και ξεκινάει ποδαράδα – αρκετά χιλιόμετρα μακριά- για να φτάσει στο σχολείο.
Έξω χειμώνας, το κρύο τσουχτερό. Όμως, πρέπει να μάθει γράμματα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, στην πιο κάτω διασταύρωση του διπλανού χωριού, συναντάει και άλλα παιδιά που εκείνα προχωράνε με βήμα ταχύ για να προλάβουν το κουδούνι του σχολείου. Το απόγευμα η ίδια ακριβώς διαδρομή για στην επιστροφή. Βρέξει, χιονίσει με κρύο και με ζεστή . Κάθε μέρα…

Εικόνες μίας άλλης εποχής. Μίας εποχής όμως, που για όλα ανεξαρτήτως τα παιδιά το σχολείο απαιτούσε θυσίες. Τόσο στην πόλη, όσο και στα πιο απομακρυσμενα χωριά.
Σήμερα, δεν υπάρχει βέβαια η πεζοπορία. Έχει αντικατασταθεί από αυτοκίνητα, ταξί και λεωφορεία. Όμως, το πρόβλημα παραμένει.
Τα παιδιά των ορεινών χωριών εν ετει 2018 δεν έχουν ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, με τα παιδιά των πόλεων. Πέρα από το πώς θα πάνε στα σχολεία όμως, ποιος πραγματικά ασχολείται με το πώς θα δοθούν στα παιδιά αυτά τα βασικά εφόδια για να συνεχίσουν τη ζωή τους; Για κάποια ξένη γλώσσα, για τη παιδεία, ή για τη ζωγραφική και τον αθλητισμό;
Πως θα μπορέσουν άραγε αυτά τα παιδιά, κάτοικοι των απομακρυσμενων παιδιών να έχουν την εντατική παρακολούθηση ενός φροντιστηρίου για να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα εισαγωγής σε κάποιο ΑΕΙ της χωρας;
Την απάντηση βέβαια την άκουσα με τα ιδια μου τα αυτιά, από γονείς την περίοδο του Αυγούστου που βρισκόμουν στα Καλαβρυτοχώρια.
Οι γονείς μαζεύονται, σε ομάδες – όσοι έχουν την δυνατότητα- και δύο με τρείς φορές την εβδομάδα πληρώνοντας τα μεταφορικά και την διαμονή ενός εκπαιδευτικού προγραμματίζουν τα εξωσχολικά μαθήματα. Όσο για τα φροντιστήρια όσων ετοιμάζονται για τις Πανελλαδικές; Με τον ίδιο προγραμματισμό και μεγαλύτερες θυσίες.

Οι λυκειάρχες και οι δάσκαλοι στα χωριά με ελάχιστα εφόδια προσπαθούν να κάνουν θαύματα.
Πραγματικά διαφέρουν στον τρόπο που λειτουργούν από τους συναδέλφους τους στις μεγαλουπόλεις. Εδώ τα κάνουν όλα. Ο κόπος και η αγωνία των γονιών και των παιδιών δεν είναι μία απρόσωπη διαδικασία. Στα χωρία η καθημερινότητα γίνεται βιωματική για τον εκπαιδευτικό. Τα «δίνουν όλα» -για να γίνω πιο παραστατικός – για τον απλούστατο λόγο πως γνωρίζουν την μειονεκτική θέση των παιδιών αυτών, αλλά δεν έχουν την πολυτέλεια να το παραδεχθούν «φωναχτά». Παλεύουν και αυτοί με τα παιδιά.

Τον Σεπτέμβριο ξεκινάει μία νέα σχολική χρονιά. Μία χρονιά που δεν πρέπει μοιρολατρικά να την αποδεχθούν οι γονείς των ορεινών χωριών ως μία συνέχεια των δυσκολιών που κάθε χρόνο αντιμετωπίζουν. Υπάρχουν δυνατότητες ενδιάμεσων λύσεων που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες που δημιουργούνται . Η τηλεματική αποτελεί την πρώτη και ουσιαστικότερη λύση. Μαθήματα ζωντανά μέσω internet. Τάξη και δάσκαλος σε μία διαδραστική διαδικασία, στην εποχή της τεχνολογίας. Σαν να είναι στο χωριό. Μία μικρή διαδραστική τάξη. Όλα τα μαθήματα και τα φροντιστήρια θα μπορούσαν να γίνονται κατά αυτόν τον τρόπο. Κάθε μέρα. Χωρίς μετακινήσεις, χωρίς καθυστερήσεις. Με λιγότερα έξοδα και αγωνία για τους γονείς. Με παραγωγικότερο χρόνο για τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα όμως. Δεν έχουν γίνει ενέργειες για να φθάνει παντού το internet. Κυρίως, δεν έχουν γίνει ενέργειες για να δομηθούν κέντρα δωρεάν παροχής. Θα μπορούσε να αναπτύξει πρωτοβουλία ο Δήμος και η Περιφέρεια με τρόπους που έχω επισημάνει σε προηγούμενο άρθρο μου. Είναι καιρός να ασχοληθούμε για να βρούμε λύσεις για τα παιδιά των ορεινών χωριών. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να τα χάσουμε και αυτά, είναι το μέλλον μας.

Τα «ανταμώματα» και τα πανηγύρια καλά κράτησαν το Καλοκαίρι. Όταν όμως οι ήχοι της διασκέδασης σιγήσουν και η ζωή επανέλθει στην μονότονη καθημερινότητα του Φθινοπώρου, τότε τα προβλήματα και οι ανισότητες ενός συστήματος που διαχρονικά μόνον επιφανειακά έδινε λύσεις, θα φανερωθούν για ακόμα μία φορά. Εις βάρος των παιδιών των ορεινών χωριών.

Η ψυχολογία της οικονομικής αναξιοπιστίας

Εν μέσω των υβριδικών γεωπολιτικών κρίσεων και των σημαντικών προβλημάτων που ανακύπτουν μέσω των αναδυόμενων οικονομιών, είμαστε υποχρεωμένοι, προκειμένου να αντιληφθούμε την πορεία των εξελίξεων, να αναλύσουμε τα μηνύματα που μας στέλνουν τα παραδοσιακά εργαλεία των οικονομιών αλλά και των αγορών.
Τα «εργαλεία» εκείνα που οι περισσότεροι πολιτικοί αγαπούν να δαιμονοποιούν. Φαίνεται πως είτε οι ίδιοι, δεν αντιλαμβάνονται την λειτουργία τους, είτε η δυναμική τους, τις περισσότερες φορές δημιουργεί προσκόμματα στις μονοδιάστατες πολιτικές τους επιδιώξεις, στον βραχυπρόθεσμο όμως και μόνον ορίζοντα.

Σήμερα όμως, αυτή η διαχρονική αδυναμία, μεταφράζεται, σε μια κυοφορούμενη διεθνή οικονομική κρίση εν μέσω μάλιστα, των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί στην Τουρκία, την Ιαπωνία, την Αργεντινή και την Νότιο Αφρική. Μία διαχρονική αδυναμία, που καθίσταται, σαφώς εντονότερη στην χώρα μας όπου ελάχιστοι πολιτικοί γνωρίζουν πώς να «διαχειριστούν» τις αγορές.
Ακόμα πλανάται η εντύπωση πως η «οικονομική χειραγώγηση» του 99 υπήρξε κάτι το συνηθισμένο, με τη δυνατότητα φυσικά μιας εκ νέου «χειραγώγησης» του χρηματιστηρίου για λόγους καθαρής ανάδειξης της θετικής διάστασης ενός ρηχού πολιτικού αφηγήματος της εκάστοτε ή της παρούσας κυβέρνησης.
Σενάριο που μπορεί να «πραγματοποιηθει» – ίσως και να πραγματοποιηθεί πρόσφατα – όταν η διεθνής συγκυρία υπάρξει θετική.
Δημιουργείται όμως ενα δομικό χάσμα , όταν αγνοείται η παράμετρος αξιοπιστίας της κυβέρνησης, εν μέσω μιας γενικευμένης κρίσης.
Τρανή απόδειξη του γεγονότος αυτού σήμερα, είναι η επιδείνωση της εικόνας των Ελληνικών ομολόγων και η κατάρρευση του χρηματιστηρίου Αθηνών κυρίως μέσα από την απώλεια τιμών για τις τράπεζες.

Δυστυχώς, μετά την κρίση του 99 το χρηματιστήριο χρησιμοποιήθηκε ως μέσω πολιτικής επικοινωνίας αλλα και κερδοσκοπίας αντί για εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης.
Ελάχιστοι πολιτικοί είχαν και επέδειξαν την διάθεση να ασχοληθούν σοβαρά με την διαμόρφωση ενος θετικού κλίματος αλλά και ψυχολογίας με τον φόβο πάντα να «στιγματιστουν».
Μόνον οι ειδικοί οικονομολόγοι και οι «συμμετέχοντες στο χρηματιστήριο» ένιωθαν την ανάγκη της συμμετοχής σε αυτό .
Αποτέλεσμα αυτής της χρόνιας φοβικής προσέγγισης είναι σήμερα, να έχει δημιουργηθεί μία ρηχή αγορά, όπου «σκάνδαλα» τύπου «Folli Follie» δίνουν κυρίως το στίγμα μία αρνητικής οικονομικής πορείας .
Ο συνδυασμός μάλιστα, αδυναμίας αντίληψης των οικονομικοπολιτικών διεθνών εξελίξεων από την κυβέρνηση αλλά και από μεγάλο τμήμα των πολιτικών προσώπων της χώρας, διαμορφώνουν ένα αβέβαιο κλίμα όπου οι διεθνείς επενδυτές χάνουν την εμπιστοσύνη τους προς την Ελλάδα.

Στα ομόλογα τις τελευταίες ημέρες καταγράφεται μία πολύ μεγάλη καθοδικη πορεία που θεωρείται επικίνδυνη. Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν εκτιναχθεί στο 4,6% έως 5,50% στα μακροπρόθεσμα ομόλογα διευρύνοντας το spread Ελλάδος – Ιταλίας από 1,10% που ήταν το «φυσιολογικό» στο 1,5%. Στο χρηματιστήριο η εικόνα είναι ακόμα πιο τραγική. Οι νύξεις και μόνο για παροχές από την κυβέρνηση, τα απογοητευτικά αποτελέσματα του α΄ 6μήνου του 2018 των τραπεζών και οι εκρροές από τις αναδυόμενες αγορές δημιουργούν ένα τρίπτυχο απογοήτευσης και κινήτρων για ρευστοποιήσεις.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι οι τράπεζες υπέστησαν απώλεια κεφαλαιοποίησης το τελευταίο διάστημα της τάξεως των 2 δις.

Αν επιθυμούμε λοιπόν, να αντιμετωπίσουμε την οικονομική κρίση με ρεαλισμό, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως είτε έγιναν πολλά λάθη στο κοντινό μας παρελθόν, είτε μεγάλες χρονοκαθυστερήσεις στην υλοποίηση εξυγιαντικών πολιτικών. Η αγορά, ουσιαστικά «τιμωρεί» τις τράπεζες γιατί άργησαν να υλοποιήσουν μια βιώσιμη στρατηγική. Αποτέλεσμα είναι η παράταση της εξυγιαντικής διαδικασίας που όμως θα γίνει δυσκολότερη χωρίς την ύπαρξη αναπτυξιακών δεδομένων μέσω νέων χρηματοδοτήσεων. Η αποχώρηση ξένων funds, για τα οποία τόσο θριαμβολογούσε η κυβέρνηση, δίνει τον τόνο μίας αρνητικής ψυχολογίας εξαιτίας της εμφανιζόμενης αναξιοπιστίας στην διαμόρφωση αποτελεσματικής αναπτυξιακής πολιτικής.
Θα πρέπει άμεσα να γίνει αντιληπτό από την κυβέρνηση πως οι επικοινωνιακές «τακτικές» μπορεί να αποδίδουν βραχυπρόθεσμο και μόνο σε θέματα μικροπολιτικής, ομως, η διαμόρφωση ενός άρτιου πεδίου αξιοπιστίας με τους επενδυτές και τις αγορές απαιτεί ειλικρίνεια και πολιτικές συγκεκριμένης στόχευσης και μετρίσιμου αποτελέσματος.

Η οικονομία και οι αγορές διαμορφώνονται μέσω πολιτικων και της κοινωνικής ψυχολογίας . Για να αποτελεί μία αγορά αξιόπιστο επενδυτικό προορισμό για τους ξένους επενδυτες σε ένα πρώτο βαθμό, πρέπει να αποτελεί ταυτόχρονα και έναν αξιόπιστο επενδυτικό εταίρο για τους εγχώριους επενδυτές. Η καλή ψυχολογία της αξιοπιστίας διαμορφώνεται από τους «λειτουργούς» της αγοράς. Συντηρείται από τους θεσμους και φυσικά αναδεικνύει από τους ελεγκτές της.
Το τρίπτυχο αυτό μπορεί και πρέπει να είναι αποτελεσματικό σε κάθε έκφανση της αγοράς και της οικονομίας, σε μια χωρα.
Δεν είναι δυνατόν η γενικότερη αδυναμία σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα να κινδυνεύει να διαμορφώσει μια ψυχολογία απάθειας και κατ΄επέκταση μια ψυχολογία αν αξιοπιστίας προς τους εταίρους . Αν αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να αναδειχθούν σύντομα, τότε πρέπει σύντομα να αναζητηθούν καίριες «δομικές» αλλαγές. Τα μηνύματα προς αυτή την πλευρά, πρέπει να είναι καθαρά γιατί μόνον τέτοια αναγνωρίζονται ως ουσιαστικές παρεμβάσεις.

Το επικοινωνιακό αφήγημα που έχει υιοθετηθεί, αυτό του «υπερπλεονάσμαστος», μόνον ως θετική εξέλιξη δεν αναγνωρίζεται από τις διεθνείς αγορές. Η έννοια του υπερπλεονάσματος από μόνη της εμπεριέχει στοιχεία στρεβλότητας. Αποτελεί μια βραχυπρόθεσμη εξέλιξη που προσφέρει ένα μαξιλάρι μίας πλασματικής ασφάλειας σε συνθήκες ηρεμίας και μόνο των αγορών.
Δίνονται δε λάθος μηνύματα στις αγορές από τις οποίες δύσκολα εντός του 2018 θα μπορεί η χώρα μας να αντλήσει μια κάποια ρευστότητα. Άλλωστε η συζήτηση για μια πιθανή «έξοδο» της χώρας στις αγορές μας βρίσκει στο στάδιο του επανακαθορισμού των αντίστοιχων πολιτικών τόσο από την Fed, όσο και από την ΕΚΤ. Συνεπακόλουθα οι νέες αυτές πολιτικές θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα πεδίο μιας διεθνους οικονομικής κρίσης, μεγαλύτερης των σημερινών αναταράξεων. Σε αυτή την περίπτωση τα υπερπλεονάσματα δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν ουδεμία ασφάλεια. Το αντίθετο μάλιστα. Διαμορφώνοντας μία νέα θηλιά στον τρόπο χρηματοδότησης της χώρας θα αναδείκνυαν τον ταυτόχρονο κίνδυνο αναζήτησης νέων γραμμών χρηματοδοτικής στήριξης.Στην φάση των διεργασιών των αγορών για τον επαναπροσδιορισμό διεθνών αξιών, δυστυχώς δεν θα έχουμε την δυνατότητα να αναδείξουμε – παρά μόνο την τυπική λήξη των μνημονίων- και όχι την επενδυτική μας αξία ως χώρα.

Ρυθμοί ανάπτυξης 1,8% σε περιβάλλον αυξανόμενου πληθωρισμού και προβληματική πορεία των τραπεζών, παρά την σταθεροποίηση των δεδομένων τους, εκπέμπουν μηνύματα, νέων μακροπρόθεσμων προβλημάτων και μιας εν δυνάμει νέας κρίσης.
Η στρεβλή προσέγγιση της κυβέρνησης και κάποιων κερδοσκοπικών funds δημιουργεί πολλές φορές μια εικόνα χάους. Με κάποιο ψευδές θετικό πρόσημο αρχικά, αλλα αρνητικού στην κατάληξή του. Ας γίνει αντιληπτό λοιπόν από όλους, πως οι επενδυτές δεν είναι τραπεζίτες με συστημικές προσεγγίσεις και θεσμοθετημένους κανόνες.

Ως μία απλή υπόθεση, αν τελικώς δομηθεί μια στρατηγική ανάκαμψης μέσω των σαθρών επικοινωνιακών βάσεων ενός πιθανώς «χειραγωγούμενου» χρηματιστηρίου αλλά και μιας αγοράς ομολόγων όπως παρατηρείται σήμερα, τότε πολύ φοβάμαι πως το σοκ της αποτυχίας σε μεταγενέστερο χρόνο, ίσως και μετεκλογικό, θα είναι βαρύτατο. Συνειρμικά δε και αυτονόητα δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας πως δομείται ίσως ένα σενάριο ευφορίας που μπορεί να διαμορφώσει κέρδη για λίγους και για μικρό χρονικό διάστημα , μακροπρόθεσμα όμως το κλίμα αναξιοπιστίας θα εδραιωθεί πλέον σε ένα περιβάλλον μιας μόνιμης οικονομικής ασυνέπειας.

Εν μέσω μιας γενικευμένης διεθνούς οικονομικής αβεβαιότητας, για να γίνει σοβαρός λόγος για μια οικονομική ανάκαμψη διαρκείας απαιτείται ένα σοβαρό αναπτυξιακό πλάνο, νέα κεφάλαια και όχι υποσχέσεις ή σχέδια επί χάρτου για παροχή δισεκατομμυρίων χρηματοδοτήσεων μέσω ενδιάμεσων, ακόμα ανύπαρκτων, φορέων και κυρίως ουσιαστικός απεγκλωβισμό από τη διαχείριση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων.
Στον βαθμό όμως, που καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πρόκειται να αποδώσουν το 2018 χάνεται μέρα με τη μέρα, με σημαντικά αρνητικά επακόλουθα για την οικονομία μιας εν δυνάμει ανάπτυξης