Η σουρεαλιστική αναζήτηση μίας χαμένης οικονομικής… Ατλαντίδας

Αυτή η επισήμανση αναδεικνύει και τη βασική αιτία που η κρίση στην Ιταλία οδηγώντας σε αδυναμία το ευρώ και εκτίναξη των spreads των ομολόγων του Νότου, ενισχύει τα ομόλογα των χωρών του Βορρά, ταυτόχρονα διευρύνοντας τη διείσδυση των παραγομένων προϊόντων τους. Μία πραγματικότητα που παραμένει ως οξύμωρο εν μέσω των αντιφάσεων των αγορών. Αποτελεί δε τροχοπέδη στην περαιτέρω ολοκλήρωση της οικονομικής ενοποίησης των χωρών της Ευρωζώνης με αυξημένη την ανάγκη πλέον οριοθέτησης νέων δεδομένων συλλειτουργίας των χωρών της ευρωζώνης.

Μπορεί η ιταλική κρίση να ενέτεινε την ανάγκη προσέγγισης για το πλαίσιο αναθεώρησης λειτουργιών της Ε.Ε., όμως για να «υποχρεωθεί» θεσμικά η Ευρώπη να προσαρμοσθεί σε μία πιο δίκαιη αναπτυξιακή προσέγγιση, απαιτείτο ένα shock που δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορο τον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε.. Η ιταλική κρίση έχει τη δυνατότητα να αναδείξει πολιτικές, επιβάλλοντας το απαιτούμενο και αναγκαίο εξισορροπητικό shock. Αρκεί το νέο πεδίο αναδιαρθρώσεων να είναι αναπτυξιακά δίκαιο. Από την κυοφορούμενη αυτή συζήτηση αναμόρφωσης, δυστυχώς η χώρα μας δεν θα μπορέσει να καρπωθεί οφέλη μετά την «φαινομενική» έξοδο από τα μνημόνια. Αδυνατεί να διαβάσει τόσο τα πολιτική μηνύματα, όσο και τα μηνύματα των αγορών, όπως αποδεικνύεται από την εξέλιξη των μνημονιακών δεδομένων.

Η ακραία επιλογή ενίσχυσης της πολιτικής των υπερπλεονασμάτων, σε συνδυασμό με τη δήλωση του κου Τσακαλώτου στην DieZeit πως «είναι δύσκολο βραχυπρόθεσμα για την Ελλάδα να αντλεί κεφάλαια από τις αγορές», διαμορφώνει ένα σχεδόν καταστροφικό αναπτυξιακό πεδίο για τη χώρα ανεξάρτητα από τη «χλιαρή» συμφωνία για το χρέος που επιτεύχθηκε. Αυτό που φαίνεται να μην κατανοεί η κυβέρνηση είναι πως η δημοσιονομική υπεραπόδοση ενισχύει την αύξηση εσωτερικού δανεισμού με repos, διαμορφώνοντας μία ιδιότυπη παγίδα χρέους και εσωτερική χρηματοδοτική στρεβλότητα.

Αποτελεί εξαιρετική περίπτωση παρερμηνείας της λειτουργίας των αγορών δε η επικοινωνιακή προσέγγιση που επιχειρείται μέσω του ισχυρισμού πως τα υπερπλεονάσματα ή το «μαξιλάρι ρευστότητας» -όπως θα ονομάζεται πλέον- διαμορφώνει πεδίο αποδοχής από τις αγορές. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Κάθε κυβέρνηση πλέον έχει υποχρέωση να γνωρίζει το νέο περιβάλλον των κεφαλαιαγορών. Ζούμε στην εποχή της δημιουργίας κεφαλαιοποίησης και όχι αξίας καθώς και εξωφρενικών χρηματιστηριακών αξιών μέσω έντονης υπερσυσσώρευσης διεθνώς. Αυτή η υπερσυσσώρευση όμως – μέσω αυξημένης μόχλευσης– διαμορφώνει την ενισχυμένη δυναμική πλέον των λίγων ισχυρών.

Η Ιταλία –η αποτίμηση των ομολόγων της οποίας θα καθορίσει τη δυνατότητα της δικής μας εξόδου στις αγορές– βρίσκεται στη «σουρεαλιστική» θέση να μπορεί να εκμεταλλευθεί πολιτικά τη «μοχλευμένη» ισορροπία του τρόμου των αγορών. Η επίδειξη πυγμής προς την Τουρκία όπου η ανάπτυξή της στηρίχθηκε σε στοχευμένα μοχλευμένα επενδυτικά κεφάλαια, αποτελεί το πλέον τρανταχτό παράδειγμα του γεγονότος ότι η πολιτική όπως την γνωρίζαμε έχει περάσει σε άλλη σφαίρα. Αυτής ίσως των εντεινόμενων «δημοσίων σχέσεων» με τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης. Οι «υβριδικές» κρίσεις πολιτικής όπως εμφανίζονται δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από τον μοχλό επαναπροσδιορισμού σχέσεων μέσω πιέσεων των αγορών. Ο φαύλος αυτός κύκλος διαμορφώνει μία νέα γεωπολιτική ανακατανομή δυνάμεων όπου κάθε πεδίο διαμορφώνει χωριστή βάση σχηματισμού ισορροπιών.

Η Ελλάδα μπορεί να «βγαίνει» από τα μνημόνια. Τη χειρότερη δυνατή στιγμή όμως με βάση το διεθνές πεδίο κρίσεων της περιόδου που διανύουμε. Η επικοινωνιακή δε διαχείριση που γίνεται σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να διαμορφώσει πεδίο θετικής προσέγγισης των αγορών. Τουλάχιστον μέχρι το τέλος του ’18. Το μήνυμα μίας τέτοιας πολιτικής είναι πιθανό να εκληφθεί ως ακριβώς το αντίθετο, καθώς αναδεικνύει σε υπερθετικό βαθμό την αδυναμία της οικονομίας. Ρηχές προσεγγίσεις του επιπέδου ότι η οικονομική πολιτική έχει πλέον «ανεξαρτητοποιηθεί» αναμένεται να συντηρούν επί μακρόν τη γενικότερη χρηματοδοτική αναπτυξιακή αδυναμία.

Αν η κυβέρνηση είχε τη γνώση και τη βούληση να διαβάσουμε τα μηνύματα, ίσως υπήρχε η δυνατότητα επανατοποθέτησής μας στη διαμορφούμενη ευρωπαϊκή ισορροπία που θα προκύψει σταδιακά λόγω της κρίσης στην Ιταλία. Δυστυχώς όμως η προοπτική αυτή δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, καθώς δεν έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες εγκατάστασης ουσιαστικού προστατευτικού πεδίου για την οικονομία ή ακόμα ανάδειξης δεδομένων που θα παρείχαν τη δυνατότητα να καρπωθούμε τα όποια θετικά πλεονεκτήματα –θεσμικά και μη– που συνήθως προωθούνται κατά τη διαδικασία επίλυσης κρίσεων. Βασικός λόγος για τον οποίο δεν μπορούν να μας εμπιστευθούν οι αγορές.

Όσοι «βολεύονται» με την επικράτηση πιθανής λύσης αύξησης των υπερπλεονασμάτων με τη μορφή ιδιότυπης «παγίδας ρευστότητας» των 24 δισ., απλά δεν έχουν αίσθηση της δυναμικής των αγορών. Επαναπαύονται στο προσωρινό κέρδος χρόνου με βάση μία επικοινωνιακή και μόνον προσέγγιση. Μία τέτοια λύση δεν στέλνει ουσιαστικά μηνύματα στις αγορές από τις οποίες φαίνεται πως θα απέχουμε για αρκετά χρόνια. Σε τυχόν γενικευμένη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση που είναι δυνατόν να εμφανισθεί, είτε συντήρηση των υψηλών επιτοκίων,  η χώρα θα βρεθεί εκ νέου υπερβολικά εκτεθειμένη.

Η εκτόνωση της διεθνούς υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου διαμορφώνει ένα περιβάλλον όπου θα περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι οι αγορές να ισορροπήσουν. Ο συνδυασμός των νέων αυτών δεδομένων αναδεικνύει περίοδο σκεπτικισμού για τις αναδυόμενες αγορές με διάθεση «φυγής» κεφαλαίων προς ασφαλέστερες τοποθετήσεις. Η Ελλάδα σίγουρα δεν αποτελεί σήμερα ασφαλή τοποθέτηση με βάση την ανάγνωση της αντιμετώπισης των αγορών. Αν στο μείγμα αυτό προσθέσουμε την υστέρηση των ρυθμών ανάπτυξης στην Κίνα και πιθανό πρόβλημα χρέους στην Ιαπωνία, τότε μετά βεβαιότητας μπαίνουμε σε παρατεταμένη διεθνή αβεβαιότητα που απαιτεί σοβαρότητα, γνώση δεδομένων και ειλικρίνεια. Στοιχεία που δεν χαρακτηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση

Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στο capital.gr