Η Αν(ηθικη) πλευρά της διαχείρισης της κρίσης.- Υπάρχει ηθική πλευρά στην διαχείριση της κρίσης;;

Η διαχείριση της κρίσης, τόσο στον εργασιακό όσο και τον ανθρωπιστικό τομέα με βάση τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που λαμβάνονται σε αρκετές χώρες  της Ευρώπης εξαιτίας της «παύσης» της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως, ανέδειξε τα τεράστια προβλήματα των υπερχρεωμένων οικονομιών να ανταπεξέλθουν στις βασικές τους υποχρεώσεις ως κρατικές οντότητες.

Η ακραία «φιλελεύθερη» στόχευση της ανάπτυξης της Ευρώπης τις τελευταίες δεκαετίες, τροχοδρόμησε – μέσω ανάδειξης μονεταριστικών εργαλείων ως κατευθυντήριων γραμμών λειτουργίας των οικονομικών – την οικονομική πολιτική μονοδιάστατα προς θέσεις φιλικές προς τις αγορές και την ρύθμιση της παροχής ρευστότητας χρήματος. Σε τέτοιο βαθμό που ανάγκασε ακόμα και την σοσιαλιστική πολιτική έκφραση να εκφυλίσει τον λόγο της ως προς τα περί την κοινωνική και οικονομική πολιτική κρατούντα ιδεώδη και πιστεύω.

Η τεχνική αυτή ομογενοποίηση αντίθετων σε πολλά σημεία κοσμοθεωριών, χάρις μίας στρεβλής όπως αποδεικνύεται ανάπτυξης, οδήγησε την πλειοψηφία των χωρών σε μία γενικότερη ύπνωση ως προς την στήριξη δομών όπως η υγεία και τα οικονομικά αδύναμα πληθυσμιακά στρώματα.

Δυστυχώς η ένταξη των αναπτυξιακών θεωριών σε νέα αξιακά μοντέλα βασισμένα στον έλεγχο της ρευστότητας μέσω των αγορών, προκάλεσαν εμπεπηγμένες  στρεβλώσεις, υπερσυγκέντρωση πλούτου και επακόλουθη εξάρτηση της ίδιας της υπόστασης σημαντικών κρατών από τον δανεισμό. Μία κουλτούρα συνειδητής δέσμευσης και ενυποθήκευσης του μέλλοντος των αδύναμων και όχι μόνον, πολλών ευρωπαϊκών χωρών στον καλύτερο «διαχειριστή».

Εν μέσω κρίσεων – ειδικά μετά το 2008 – οι διαχρονικές πολιτικές για την ενίσχυση συνταγματικά κατοχυρωμένων αγαθών όπως της υγείας και της σύνταξης μέσω της εργασίας, μπήκαν σε δεύτερη μοίρα, στον βωμό του περιορισμού του κόστους καθώς και της αναζήτησης αποδόσεων κεφαλαίων. Παράμετρος που προτάχθηκε ως βασική προϋπολογιστική συνισταμένη επιτυχούς κάλυψης των τοκοχρεωλυτικών υποχρεώσεων υπερδανεισμένων κρατών, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όπως τα Σκανδιναβικά κράτη. Με αυτό το πρόσχημα ενσωματώθηκε ως «φιλοσοφική» προσέγγιση των νέων «ορίων ανάμειξης» του κράτους στην διαμόρφωση των αποδεκτών πεδίων κοινωνικής ευημεριας.

Ο «κοροναιος» μέσα σε μία νύκτα ανέτρεψε ακόμα και αυτή την επίπλαστη αποτελεσματικότητα τέτοιων προσεγγίσεων οριοθετώντας μία νέα διάσταση αποδεκτών πεδίων ηθικής σε πολλές χώρες που καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν πρωτίστως την υγειονομική κρίση. Αναδεικνύεται συνεχώς μία μακάβρια «κουλτούρα» επιβαλλόμενη φαινομενικά από τις συνθήκες μέσω των επιλογών του υγειονομικού προσωπικού πολλών πληττόμενων χωρών.

Η κρίση εξέθεσε ένα σύστημα βασισμένο τις τελευταίες δεκαετίες στην ανήθικη βάση πως η απόλυτη υγειονομική κάλυψη αποτελεί προνόμιο των εχόντων ή όσων είχαν την φυσική δυνατότητα να επιβιώσουν. Το ίδιο σύστημα που σήμερα αναζητά διεξόδους επιβίωσης σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες εν μέσω επιλογών ζωής και θανάτου και επακόλουθης αλλοίωσης κάθε έννοιας κοινωνικής ηθικής και κρατικής υπόστασης. Ευτυχώς όχι στην δική μας. Ένας «νεοκαπιταλισμός» που φάνηκε αδύναμος στο να παρέχει αναπνευστήρες, κρεβάτια σε νοσοκομεία, ικανό αριθμό ιατρικού προσωπικού ή ακόμα και να βρει χώρους να θάψει τους νεκρούς.

Μία κουλτούρα που ακύρωσε τις τελευταίες δεκαετίες το αξιακό θέσφατο των κρατικών συστημάτων υγείας που αναπτύχθηκαν και λειτούργησαν μέσα από τον ανταγωνισμό μίας στρεβλής και ακραία νεοφιλελεύθερης και μονοδιάστατης στόχευσης προς την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Παρατηρούμε συστήματα υγείας άλλων κρατών αδύναμα να προσφέρουν το δικαίωμα της ζωής σε υπερήλικες νοσούντες. Τα στατιστικά δεδομένα βιολογικής επιβίωσης διαμορφώνουν τα πεδία ελάχιστης διατηρησιμότητας των συστημάτων υγείας διεθνώς. Ακραίες καταστάσεις επιλογής του ποιος πεθαίνει και ποιος ζει, απλά επιβεβαιώνουν είτε την μακάβρια κυνικότητα του μέχρι σήμερα μοντέλου προτεραιοτήτων διεθνώς, είτε την ανάγκη επιστροφής στις ρίζες της ανθρωπιστικής οικονομίας και της αναζήτησης «ηθικής πολιτικής». Τουλάχιστον όσον αφορά την υγεία και την υποχρέωση του κράτους να παρέχει τις ύψιστες υπηρεσίες περίθαλψης και κοινωνικής στήριξης σε εκείνους που με τους φόρους του συντηρούσαν αυτό ακριβώς το σύστημα που σήμερα αποφασίζει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει επειδή ακριβώς δεν υπάρχει σύστημα.

Εύλογα προκύπτουν πολλά ερωτήματα εξαιτίας της ανάδειξης των παραπάνω διλημμάτων και της εγκατάλειψης της προτεραιότητας στήριξης της υγείας από πολλές χώρες. Η μετά την κρίση περίοδος θα δομήσει ένα νέο περιβάλλον γόνιμης αντιπαράθεσης ως προς την ανάγκη προτεραιοποίησης του βασικού αγαθού της υγείας στα πλαίσια νέων οικονομικών μοντέλων. Το γεγονός ότι αυτή η συζήτηση θα γίνει εν μέσω νέας οικονομικής κρίσης και πιθανώς νέων δανειακών υποχρεώσεων κρατών δεν με αφήνει αισιόδοξο για την θετική έκβαση των εξελίξεων.  

Μήπως βρισκόμαστε ξαφνικά στην μετά περίοδο του «πρόιμου» καπιταλισμού, των ανθρώπινων θυσιών χάρις της οικονομίας; Μήπως τελικά η εκτόνωση του κορεσμού των αγορών τοποθετεί τον ηλικιωμένο συνάνθρωπό σε δεύτερη μοίρα χάρις της διατήρησης μίας επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας μέχρι την επόμενη κρίση; Ζούμε ίσως την περίοδο του «ανθρωπισμού» κατά παραγγελία; Το δάκρυ του γιατρού Σ.Τσιόδρα ίσως είχε βαθύτερα αίτια. Η θυσία των γονέων και των παππούδων και γιαγιάδων μας χάριν της διατηρησιμότητας των οικονομιών σε κερδοφόρο τροχιά με κάθε κόστος είναι πλέον το πραγματικό διακύβευμα της «ύστερης» φάσης του καπιταλισμού.

Ποιοι είμαστε την ημέρα μετά την πανδημία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιλογές μας κατά την διάρκεια της κρίσης. 

Οι υβριδικές κρίσεις απαιτούν και υβριδικές πολιτικές για την επανεκκίνησης της ΕΕ

Η ανακοίνωση των μέτρων στήριξης ανέδειξε δύο διαστάσεις της ίδιας κατεύθυνσης με διαφορετική όμως βάση προτεραιοτήτων ως προς την στόχευση.  Αφ΄ενός την αμεσότητα με την οποία κινήθηκε η Κυβέρνηση την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει καθώς πιστώνεται την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς από την ΕΚΤ. Αφετέρου όμως την αδύναμη σε πρώτη φάση προσέγγιση των Ευρωπαίων ως προς την άμεση και αποτελεσματική προώθηση μέτρων αντιμετώπισης των οικονομικών προβλημάτων που θα επακολουθήσουν της πανδημίας. Ο μήνας που πέρασε μέχρι να αντιδράσουν συλλογικά υπήρξε αρκετός χρόνος για την διαχείριση τέτοιων κρίσεων.

Φαίνεται πως στην Ευρώπη σε περιόδους κρίσεων εξακολουθεί να αναδεικνύεται η χαρακτηριστική φράση του Ν. Σαρκοζί κατά την περίοδο 2008 «ο καθένας αναλαμβάνει να καθαρίσει τις δικές του ακαθαρσίες». Μερικά  χρόνια μετά το 2008 δεν έχει καταστεί ακόμα δυνατόν η απλούστευση των διαδικασιών ενοποίησης, όπως η ουσιαστική τραπεζική ένωση, η αντιγραμμένη από τον Μ. Ντράγκι φράση που χρησιμοποίησε μετά το πρόσφατο Eurogroup ο πρόεδρος του Μ. Σεντένο «θα κάνουμε ότι χρειασθεί», δεν φαίνεται να είναι άμεση. Ηχεί περισσότερο σαν πρόφαση καθυστερήσεων μέχρι να «διαπιστωθεί» μία ισορροπημένη οικονομική πολιτική κρίσης.

Δυστυχώς εν μέσω μίας πρωτόγνωρης υβριδικής κρίσης δεν υπάρχει χρόνος στην Ευρώπη για μακροχρόνιες διαβουλεύσεις. Ούτε βέβαια για αποσπασματικά μέτρα εν αναμονή της σταδιακής ανάδειξης των επιπτώσεων. Το πρόγραμμα τλ αγοράς ομολόγων 750δις της ΕΚΤ, δεν φαίνεται να αρκεί αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις των αγορών. Τα μέτρα έπρεπε και πρέπει να είναι άμεσα και υβριδικά. Δεν πρέπει να αφήνουν περιθώριο κατά κύριο λόγο στις αγορές να αμφισβητήσουν προθέσεις και αποτελεσματικότητα. Δεν υπάρχει χώρος για οικονομική και φιλοσοφική πολυγλωσσία χάριν διαμόρφωσης ενός συνολικού «Ευρωπαϊκού consensus» . 

Όταν υπάρχει το προηγούμενο του 2008 και προετοιμάζεσαι για τα χειρότερα, το οδοιπορικό οικονομικών μέτρων πρέπεινα είναι προδιαγεγραμμένο και να παραπέμπει σε ενωμένη Ευρωζώνη. Στον βαθμό λοιπόν που οι Ευρωπαίοι έχουν καθορίσει μόνον το πλαίσιο των ευελιξιών, αλλά δεν έχουν αναδείξει ενιαίες πολιτικές, υπάρχουν σαφείς περιορισμοί στο εγχώριο πεδίο οικονομικής πολιτικής παρά το γεγονός ότι τα 12δις του προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ θα προσδώσει χρηματοδοτική ευελιξία. 

Σίγουρα η παρούσα κατάσταση δεν προσφέρεται για ανάδειξη αντιπολιτευτικού λόγου, μικροπολιτικής στόχευσης. Λάθη ίσως και να  έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Όμως, εν μέσω κρίσης είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω το γεγονός πως πολύ γρήγορα αναδείχθηκαν οργανωτικά αντανακλαστικά που δεν είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα, καθώς και ευέλικτη –ίσως αποδοτικότερη- λειτουργία των κρατικών φορέων. Εισάγονται άμεσα νέες τεχνολογίες επικοινωνίας με το κράτος ή ακόμα στο εργασιακό και εκπαιδευτικό περιβάλλον που στο μέλλον μπορεί να δράσουν υποστηρικτικά της ανάπτυξης.

Το ουσιαστικότερο κέρδος – αν μπορεί να χρησιμοποιήσουμε αυτή την διατύπωση εν μέσω κρίσης- είναι η ανάδειξη μετά από πολλά χρόνια του φιλότιμου, της πειθαρχίας και της αυταπάρνησης των πολιτών. Στοιχεία που είχαμε να παρατηρήσουμε από την περίοδο των Ολυμπιακών αγώνων του 2004. Με μεγάλη δόση προσοχής θα τολμούσα να τονίσω πως ίσως η κρίση του κορωνοϊού θα μας βοηθήσει να αναδείξουμε την κρυμμένη πλευρά εδώ και χρόνια της συσπειρωτικής  συλλειτουργίας μας. Μία ιδιαιτερότητα που η ευμάρεια των τελευταίων δεκαετιών προ της κρίσης των μνημονίων είχε εξαφανίσει πίσω από ένα πέπλο γενικού εφησυχασμού.

Ουδείς γνωρίζει ποιος είναι ως τώρα ο βαθμός συρρίκνωσης της Κινεζικής οικονομίας. Ουδείς μπορεί να προβλέψει ακόμα την ένταση της κρίσης στις ΗΠΑ την ίδια στιγμή που οι αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν την ταχύτερη κατάρρευση των τελευταίων τριάντα χρόνων.  Αρκεί όμως η εκτίμηση της προέδρου της ΕΚΤ, Κ. Λαγκαρντ περί ύφεσης της τάξης του 5% για να γίνει αντιληπτή η αναγκαιότητα εισαγωγής νέων άμεσων υποστηρικτικών πολιτικών σε Πανευρωπαικό επίπεδο. Έχει φθάσει ο καιρός, η λογική της οικονομικής και όχι μόνον επιβίωσης της Ευρωζώνης να επικρατήσει ενός μονοδιάστατου ορθολογισμός, της Γερμανικής οικονομικής φιλοσοφίας. Άλλωστε η ένταση του με την οποία έκλεισαν εργοστάσια στην Ευρώπη μπορεί να συγκριθεί μόνον με εκείνη του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Έχει φθάσει ο καιρός της έκδοσης του επί χρόνια συζητούμενου Ευρωομολόγου καθώς και η ευέλικτη χρήση των διαθεσίμων του ΕΣΜ.

Λύσεις όπως αυτή της παροχής ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα προϋποθέτει συνολική χρηματοδοτική διάθεση τραπεζικών ιδρυμάτων που μπορούν να σηκώσουν αυτό το βάρος. Στην χώρα μας εμφανής αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να διαδραματίσει ρόλο προ της κρίσης, αναδεικνύει μία νέα προβληματική ως προς την δυνατότητα να προωθήσει τις υποστηρικτικές πολιτικές της κυβέρνησης. Οι τράπεζες έχουν ελάχιστες επιλογές χρηματοδότης ευελιξίας στην παρούσα φάση. Άλλωστε, εδώ και χρόνια λειτουργούν περισσότερο ως πωλητές παράλληλων προιόντων παρά ως ουσιαστικοί υποστηρικτές ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας. Η φιλοσοφία της «συντήρησης» δεν είναι δυνατόν να βοηθήσει στην παρούσα φάση. 

Κατά την έννοια αυτή η παροχή ρευστότητας απλά θα δώσει την δυνατότητα στο τραπεζικό σύστημα να ξεπεράσει το πρόβλημα. Δεν θα μπορέσει να προσδώσει μακροπρόθεσμα εργαλεία ενισχυτικής χρηματοδότησης σε όλες τις επιχειρήσεις χωρίς επιλογές και αποκλεισμούς. Επί της ουσίας δεν υπάρχει άμεσα το σύστημα εκείνο που θα επιτρέψει στην μαζικοποίηση της παροχής ρευστότητας στην οικονομία προς όλο το φάσμα των επιχειρήσεων.

Διέξοδοι υπάρχουν, όπως για παράδειγμα η δημιουργία «Περιφερειακών χρηματοδοτικών φορέων», η παροχή ευελιξιών στις Περιφέρειες και η ενεργοποίηση όλων των κονδυλίων ΕΣΠΑ που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί λόγω αδράνειας με ταχύτατες διαδικασίες και γραφειοκρατική ευελιξία. Για να καταστεί αυτό δυνατόν όμως θα πρέπει η χρηματοδότηση μεγάλων αναπτυξιακών έργων να αναληφθεί από κεντρικά δομημένα Ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία, ώστε να απελευθερωθούν κονδύλια για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Η «σίγουρη» και επιλεκτική χρηματοδότηση που ακολουθείται ως στρατηγική των εγχώριων τραπεζών, στην παρούσα συγκυρία είναι μονοδιάστατα αναπτυξιακή και περιορισμένης αποτελεσματικότητας.

Η πανδημία ανέδειξε με τον ποιο καθοριστικό τρόπο την επικρατούσα στρεβλότητα των οικονομιών και των αγορών. Ήταν αδύνατο άλλωστε, για παράδειγμα, να μην προκαλούσε προβληματισμό – σε όσους γνωρίζουν την ανάγνωση των αγορών- το γεγονός ότι η απόδοση του 5ετούς ελληνικού ομολόγου λίγο πριν την κρίση του «κοροναιού» βρισκόταν στο 0,3%, σημαντικά χαμηλότερη από εκείνη της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης. Σήμερα η απόδοση κινείται στο 1,9%, έχοντας ουσιαστικά εκτοξευθεί κατά περισσότερο από 500%.

Δυστυχώς, η διαρκής ποσοτική χαλάρωση των κεντρικών τραπεζών μετά το 2008, χωρίς ριζική δομική αλλαγή των λειτουργιών των οικονομιών της Ευρωζώνης, προκάλεσε ένα εκρηκτικό μείγμα αρνητικών εξελίξεων στις αγορές. Αρκούσε μία πρωτόγνωρη πανδημία για να αναδείξει τις αδυναμίες αυτές και να προκαλέσει ένα παγκόσμιο κλυδωνισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων και μία κρίση η διάρκεια της οποίας παραμένει ακόμα απροσδιόριστη.

Το 2008 όμως ανέδειξε δύο ακόμα παραμέτρους. Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ πήραν αποφάσεις άμεσες και εντός ολίγων ημερών είχε αρχίσει η υλοποίησή τους, την ίδια στιγμή που η ΕΕ ακόμα συζητάει για την τραπεζική ενοποίηση και την έκδοση Ευρωομολόγου. Η δεύτερη μας οδηγεί στον συμπέρασμα πως μετά την κρίση του 2008 η παγκοσμιοποίηση παρέμεινε ενεργή. Το 2020 δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούμε τόσο εύκολα να ισχυρισθούμε το ίδιο.

Ένα νέο αναπτυξιακό restart, μπορεί να είναι μπροστά μας

ΜΕΝΟΝΤΑΣ Σπίτι όλοι αυτή την εποχή σπίτι  και παρακολουθώντας τις εξελίξεις, θυμόμαστε πως δεν έχει περάσει αρκετός καιρός από την περίοδο της ευφορίας των διεθνών αγορών  για την καθοδική πορεία των επιτοκίων των ομολόγων.
Μία περίοδος όμως, κατά την οποία η στρεβλότητα του συστήματος είχε αρχίσει σε μερικά σημεία να γίνεται εμφανείς, σε όσους είχαν την δυνατότητα να «διαβάσουν» τα δεδομένα.
Όσοι είχαμε διαγνώσει το πρόβλημα, είχαμε αντιληφθεί πως για να υπάρξει διόρθωση της στρεβλότητας και εξομάλυνση – οι αγορές πάντα αυτοδιορθώνονται –αρκούσε μία αφορμή, ένα «πρόσχημα» για  να οδηγηθούμε σε σε οικονομική εξομάλυνση. Άλλωστε, ιστορικά οι κρίσεις των αγορών, συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας το 2008, προκαλούνται από την διόρθωση στρεβλοτήτων. Το ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πόσο σύντομα και αποτελεσματικά αντιμετωπίζονται οι κρίσεις αυτές με στόχο στην ταχύτερη αναζήτηση του επόμενη αναπτυξιακού κύκλου.

Ήταν αδύνατο άλλωστε, να μην προκαλούσε προβληματισμό – σε όσους γνωρίζουν την ανάγνωση των αγορών- το γεγονός ότι η απόδοση του 5ετούς ελληνικού ομολόγου λίγο πριν την παγκόσμια κρίση του «κορωνοϊού» βρισκόταν στο 0,3%, λίγο χαμηλότερη από εκείνη της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης. Σήμερα η απόδοση κινείται στο 1,9%, έχοντας ουσιαστικά εκτοξευθεί κατά περισσότερο από 500%.

Δυστυχώς, η διαρκής ποσοτική χαλάρωση των κεντρικών τραπεζών μετά το 2008, χωρίς ριζική δομική αλλαγή των λειτουργιών των οικονομιών της Ευρωζώνης, προκάλεσε ένα εκρηκτικό μείγμα αρνητικών εξελίξεων στις αγορές. Αρκούσε μία πρωτόγνωρη πανδημία για να αναδείξει τις αδυναμίες αυτές και να προκαλέσει ένα παγκόσμιο κλυδωνισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων και μία κρίση η διάρκεια της οποίας παραμένει ακόμα απροσδιόριστη.

Αυτά ως επισημάνσεις επί των οικονομικών δεδομένων.
Το βασικό ερώτημα όμως τόσο για τα διεθνή, όσο και το εγχώριο χρηματιστήριο, παραμένει το κατά πόσο οι κεφαλαιαγορές οδεύουν προς την τελική φάση προεξόφλησης των χειρότερων σεναρίων για τις οικονομίες.
Τις επόμενες εβδομάδες θα αρχίσει να φαίνεται το μέγεθος της ζημίας. Αν επαληθευθεί η μέχρι σήμερα ιστορική πρακτική της  προεξόφλησης εξελίξεων, θα μπορούσε να γίνει μία πρώτη εκτίμηση πως το δυναμικό καθοδικό κανάλι οδεύει προς το τέλος του καθώς έχει έστω και μερικώς αποτιμηθεί το μέγεθος της ζημίας για τις οικονομίες. Οι εκτιμήσεις βέβαια διαφέρουν. Το σίγουρο όμως είναι πως μετά τα μέτρα προστασίας από τον κορωνοϊό θα πρέπει να αξιολογηθεί και η αμεσότητα των οικονομικών μέτρων που θα αποφασισθούν.

Η κρίση του 2008 βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη και αδύναμη να αντιληφθεί την αναγκαιότητα πολικών υποστηρικτικών. Ευτυχώς υπήρξε ο Μάριο Ντράγκι και μπόρεσε η Ευρωζώνη να ισορροπήσει, παρά το γεγονός ότι η αναπτυξιακή της πορεία είχε εισέλθει σε προβληματική φάση τον τελευταίο χρόνο. «Whatever it takes” είχε πει ο Ντράγκι και οι αγορές εκτοξεύθηκαν. Σήμερα μία ίδια λεκτική προσέγγιση δεν μπόρεσε να αντιστρέψει το κλίμα.

Το Eurogroup της 16ης Μαρτίου αποφάσισε να κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για την αντιμετώπιση των έκτακτων καταστάσεων που διαμορφώνονται για την υγεία των πολιτών και την οικονομία. «Θα κάνουμε ότι χρειαστεί, είμαστε έτοιμοι για όλα», είπε ο Μάριο Σεντένο. Είπε επίσης ότι «αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε πλήρως όλη την ευελιξία που παρέχεται για όλα τα κράτη μέλη», απαντώντας σε ερώτηση που αφορούσε τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που υπάρχουν εξαιτίας της μεταμνημονιακής παρακολούθησης στην Ελλάδα. Στον τομέα αυτό η χώρα σίγουρα βγήκε κερδισμένη.

Οι θετικές προσεγγίσεις ως προς την χώρα μας από την «χαλάρωση του Συμφώνου» είναι βέβαιες, αρκεί τα συνολικά μέτρα της Ευρωζώνης να ανακοινωθούν άμεσα σε όλη τους την έκφανση. Συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν τον ESM και τον νέο ρόλο που θα κληθεί να διαδραματίσει. “Whatever it takes” υπό τις παρούσες συνθήκες πρέπει να μεταφρασθεί σε προώθηση όλου του οπλοστασίου άμεσα. Μόνον τότε οι αγορές θα σταματήσουν να δοκιμάζουν την αντοχή του διεθνούς επενδυτικού εδάφους.

Σίγουρα η οικονομία θα περάσει μία ακόμα «κάμψη» την στιγμή που άρχισε να αναπνέει. Η μνημονιακή εμπειρία και ο τρόπος διαχείρισης κρίσεων ίσως δώσει την δυνατότητα γρήγορης αντίληψης και άμεσων μέτρων για την στήριξή της. Οι εξαγγελίες που γίνονται και έγιναν είναι σίγουρα προς την σωστή κατεύθυνση. Προς την κατεύθυνση δε αυτή είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να συνδράμουμε καταγράφοντας πιθανές παραλήψεις ή λάθη του παρελθόντος για να τα αναδείξουμε μόλις η κρίση περάσει και θα συζητάμε για την επόμενη μέρα. Μία ημέρα που θα μπορούσε να αποτελέσει το εφαλτήριο για μία νέου τύπου «υβριδική» εκκίνηση της αναπτυξιακής πολιτικής. Αρκεί ο σπόρος να επιλεγεί εν μέσω της κρίσης και της προσπάθειας ανάταξης.

Για όσους παρακολουθούν το «limit down» των χρηματιστηρίων, σίγουρα οι εξελίξεις προς το παρόν έχουν αρνητικό πρόσημο. Όμως, για επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα παρουσιάζονται μοναδικές ευκαιρίες. Ευκαιρίες μίας γενιάς ίσως. Μπορεί να βρισκόμαστε σε επίπεδα στήριξης 1990 ως προς το ΧΑ. Άλλωστε, και στις τρείς περιόδους που μέχρι σήμερα οι αγορές –κυρίως το χρηματιστήριο της ΝΥ- βρέθηκαν σε «αχαρτογράφητα» υπερπωλημένα επίπεδα, επανήλθαν σε ανοδική τροχιά εντός των επόμενων τριών και έξι μηνών με εξαίρεση το 2008 που χρειάσθηκε ένα έτος για να επιστρέψει σε θετικό έδαφος. Ίσως η παρούσα κρίσι να αναδείξει ακόμα περισσότερο την ανάγκη οι κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν να ασκούν ανεξάρτητη πολιτική εκτός της σφαίρας επιρροής των πολιτικών.

Οπλισμένοι με υπομονή και σύνεση πορευόμαστε μέχρι την έξοδο από την κρίση.  

Η ευκαιριακή ανάπτυξη στην δίνη ενός κοροναιου

Τα χρηματιστήρια διαλύθηκαν εξαιτίας ενός κοροναιου. Τα ποιο αδύναμα και ρηχά – όπως το Χρηματιστήριο Αθηνών- διαλύθηκαν περισσότερο. Ίσως επειδή η οικονομία είναι ποιο αδύναμη. Ίσως επειδή η στρατηγική ανάπτυξης βασίζεται σε ευκαιριακά κέρδη ή σε τομείς μη δομικής αναπτυξιακής προοπτικής. Σε αυτές τις περιπτώσεις αρκεί ένας φόβος για να προκαλέσει πανικό. Αν η οικονομία έχει βάσεις και προοπτική ο πανικός μεταφράζεται σε ευκαιρία. Αν όχι τότε ο φόβος εξαπλώνεται και δημιουργεί δομικό πλέον ψυχολογικό οικονομικό αρνητισμό. Η παρούσα κρίση των αγορών θα δείξει –ανάλογα με τα αντανακλαστικά που θα επιδείξει το οικονομικό επιτελείο – σε ποια κατηγορία θα βρίσκεται η χώρα την επόμενη μέρα της κρίσης.

Τα τελευταία δύο – ίσως και περισσότερα- χρόνια παρατηρείται το οξύμωρο φαινόμενο η αναπτυξιακή προσέγγιση των τραπεζών , funds και πολλών ιδιωτών να στοχεύει στον κλάδο των ακινήτων. Ελάχιστη αναφορά  σε βιομηχανική παραγωγή και καινοτομία. Εκτός βέβαια από τον κλάδο της ενέργειας. Ενώ δηλαδή το ζητούμενο της τραπεζικής ανάταξης είναι η διαχείριση – επί τέλους- των κόκκινων δανείων, αυτές εμφανίζονται με επενδυτική στόχευση την αγορά των ίδιων ακινήτων που η κρίση ευτέλισε την αξία των και οι τράπεζες κινούνται να εξυγιάνουν. Ενώ η δομική ανάπτυξη δεν χρηματοδοτείται, αναδεικνύεται μία νέα τάση «επιτυχίας», είτε με εισαγωγή εταιριών ακινήτων στο χρηματιστήριο – ποιο χρηματιστήριο άραγε – είτε μέσω απευθείας επενδύσεις από τις τράπεζες.

Τα περί προστασίας της πρώτης κατοικίας ή των αδυνάμων, μάλλον για λόγους επικοινωνίας αναφέρονται, καθώς τα funds μέχρι σήμερα δεν φημίζονται για την κοινωνική τους ευαισθησία. Το θέμα βέβαια δεν είναι η απόλυτη ή μερική προστασία της πρώτης κατοικίας. Το βασικό ζητούμενο είναι ο συνολικός μετασχηματισμός της αναπτυξιακής προσέγγισης με στόχο την ανάδειξη των παραμέτρων ενεργοποίησης των κοινωνικών αντανακλαστικών που βρίσκονται σε ύπνωση λόγω της κρίσης.

Προφανώς ο νόμος Κατσέλη υπήρξε ο μοναδικός νόμος της κρίσης που ανέδειξε το κοινωνικό πρόσωπο του κράτους. Έκτοτε προέκυψε μόνον χαοτική προώθησης μίας μνημονιακής πολιτικής σκληρής και απρογραμμάτιστης. Προτιμήθηκε η εύκολη διέξοδος των άμεσων λύσεων από την εκ βάθρων αλλαγή νοοτροπιών, προς έναν νέο τρόπο διακυβέρνησης με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η σκληρότητα παγιοποιήθηκε. Προεκτείνεται δε σήμερα με γνώμονα την ενεργοποίηση στοχευμένων μόνον πολιτικών – εν μέσω της νωχελικής ανάπτυξης της οικονομίας.

Η πολιτική αυτής της μορφής μπορεί να αποδίδει βραχυπρόθεσμα. Είναι όμως αναχρονιστική ως προς την αντιμετώπιση των διεθνών εξελίξεων και του νέου παγκόσμιου μετασχηματισμού των οικονομικών ισορροπιών.

Μπορεί τα νούμερα να ανθίζουν. Όμως, στην βάση του προβλήματος των κόκκινων δανείων και της αδυναμίας λειτουργίας των τραπεζών, είναι λάθος να επικρατούν ακόμα θεωρήσεις που προάγουν το επόμενο success story ως αυτό του κλάδου της ακίνητης περιουσίας. Για να είμαι δίκαιος δε, οφείλω να αναδείξω επίσης το γεγονός πως η τακτική αυτή δεν αποτελεί ίδιον μόνον των ελληνικών τραπεζών, αλλά παρατηρείται ως τάση διεθνώς. Άλλωστε, με αρνητικά επιτόκια τόσο οι τράπεζες, όσο και τα funds πρέπει να αναζητήσουν αποδόσεις που να συνεχίσουν να κινούν τον επενδυτικό τροχό. Τα χρηματιστήρια αποτελούν την βασική διέξοδο. Όμως έχουν μεταπτώσεις όπως παρατηρήσαμε τις τελευταίες μέρες. Τα ακίνητα χαράσσουν σταθερές ως επί το πλείστο πορείες. Ανοδικές ή καθοδικές. Στην άνοδο όμως διαμορφώνονται οι νέες φούσκες.

Στην ελεύθερη οικονομία όλα είναι θεμιτά. Όμως όσοι προχωρούν σε προβλέψεις και διαγνώσεις, θα πρέπει να θυμούνται πως οι περιουσίες που σήμερα «αλλάζουν χέρια» σε τιμές ελκυστικές, κτίσθηκαν από το υστέρημα βασισμένο στην διαχρονική κουλτούρα των Ελλήνων να έχουν γη και «ένα κεραμίδι πάνω απ΄το κεφάλι τους». Το success story των «νοικοκυρέων» των προηγούμενων δεκαετιών, τείνει να εκφυλισθεί σε success story ολίγων εις βάρος εκείνων που σήμερα κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους. Αυτή η νέου τύπου προσέγγιση διαμορφώνει νέες κουλτούρες. Διαλύει όμως την κουλτούρα πολλών γενεών.

Από οικονομικής πλευράς διαμορφώνεται μία στρεβλότητα που σύντομα θα αναδείξει ταυτόχρονο οικιστικό πρόβλημα – στην βάση φούσκας- στις μεγάλες πόλεις. Εν μέσω κυοφορούμενου κοινωνικού προβλήματος, μορφής άγνωστης μέχρι σήμερα στην χώρα. Τα ερωτήματα δε που προκύπτουν είναι δύο: α) Αντιλαμβάνεται το πολιτικό σύστημα που οδηγεί η πολιτική των αριθμών χωρίς κοινωνική στήριξη; β) Υπάρχει γνώσει που να επιτρέπει να συνδυάζεται κάθε προωθούμενη πολιτική με διάθεση για ανατροπές; Άλλωστε τα βασικά συστατική της κρίσης δομήθηκαν δεκαετίες πριν στην βάση αδυναμίας επιβολής λύσεων ορθολογικών προς χάριν του εύκολου  -για λόγους ψηφοθηρικούς – πολιτικού χαϊδέματος. Το πρόβλημα βαραίνει το σύνολο του πολιτικού συστήματος.

Τα κομματικά επιτελεία όμως οφείλουν να αντιληφθούν πως ή όποια τυχόν αποτυχία της Κυβέρνησης να δώσει λύσεις δεν θα προσδώσει πολιτικούς πόντους σε ένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το πρόβλημα έχει βαθύτερες ρίζες και οι πολίτες το γνωρίζουν πλέον. Η αδυναμία παραγωγής ουσιαστικού πολιτικού λόγου από πλευράς προτάσεων δεν πρέπει να οδηγεί εκ νέου σε πολιτικό καιροσκοπισμό. Άλλωστε, η προοδευτικότητα απαιτεί ρίξεις, προωθημένες ενέργειες και την ουσιαστική ανάδειξη λύσεων μέσω προτάσεων με στόχο την επανασύσταση της κοινωνικής συνοχής.

Το σχέδιο «Ηρακλής» σε συνδυασμό με παράλληλα μέτρα είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Όμως, για τα ακίνητα εκείνα που δεν έχουν καταλήξει στα funds καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα ελάχιστες ως ανύπαρκτες ήταν οι αντιδράσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Ο προσδιορισμός αυτής της διάστασης σήμερα – από όπου και αν προέρχεται – δεν μπορεί παρά να αποτελεί οξύμωρο ως ανάδειξη ρηχών πολιτικών αντανακλαστικών. Ελάχιστοι αντιδρούσαν για τον απλούστατο λόγο ότι δεν γνώριζαν πώς να αντιδράσουν εν μέσω των συνεχών καθυστερήσεων των τραπεζών να «καθαρίσουν την μπουγάδα» τους. Τώρα οι όποιες αντιδράσεις δεν είναι παρά δάκρυα πάνω από την χυμένη καρδάρα με το γάλα.

Η ουσία δεν είναι να σωθούν κάποια σπίτια πραγματικά αδυνάμων. Αυτοί πρέπει να προστατευθούν έτσι κι αλλιώς. Ευθύνη της πολιτείας είναι να δώσει λύσεις εκτόνωσης και επαναδραστηριοποίησης της μεσαίας τάξης. Του όποιου τμήματος ακόμα έχει την δυνατότητα να «αντιδράσει» παραγωγικά. Για να γίνει αυτό όμως πρέπει να διαμορφωθεί η κατάλληλη ψυχολογία. Πρέπει να μην χάσει το κεραμίδι για το οποίο πάλευε τόσα χρόνια σε κάποια ανώνυμα funds που ξέρουν πως τα σπίτια του επιπέδου αυτού είναι ακίνητα «φιλέτα». Ο κοροναιός ήταν μόνον η πρόφαση για διόρθωση των αγορών. Η πραγματική αιτία –τουλάχιστον για την χώρα μας – βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στην διαχρονική ανεπάρκεια να αναδείξουμε αναπτυξιακές πολιτικές ουσίας και διαχρονικότητας.

Ποια είναι τελικά η ταυτότητα της κέντροαριστεράς;

Πολλές προσπάθειες ονοματολογικής προσέγγισης γίνονται για να χαρακτηρίσουν  ένα  ευρΰ πολιτικό ρεύμα που αναζητεί μέσα από την επίφαση του προοδευτισμού να προσδιορίσει την νέα ταυτότητα της «Κεντροαριστεράς» μετά το πέρασμα από τα μνημόνια. «Προοδευτικό Κέντρο», «Πράσινη Συμμαχία» και ακόμα περισσότερες ονοματολογικές προσεγγίσεις χαρακτηρίζουν την αναζήτηση ιδεών  μίας σύγχρονης πολιτικής ταυτότητας.
Όσοι όμως αναλώνονται στην επικοινωνιακή αναζήτηση εννοιών και ταυτοτήτων, αδυνατούν να αντιληφθούν πως η εξέλιξη της πολιτικής εν μέσω παγκοσμιοποίησης, τεχνολογικής επανάστασης, και υβριδικών κρίσεων εστιάζεται στο βασικό πλέον διακύβευμα ανάδειξης «προοδευτικών» πολιτικών. Αν συνεχίσει  η Κεντροαριστερά να θεωρεί ως δεδομένη την εννοιολογική ταύτιση του «προόδου» μόνο  με την  «αριστερά» και όχι με  «κεντροαριστερά», κινδυνεύει πολύ σύντομα να βρεθεί εκτός ουσιαστικού ιδεολογικού αφηγήματος.

Προφανώς κάθε μία πολιτική ορολογία δίνει ένα σαφές θεωρητικό στίγμα. Στίγμα όμως που επί της ουσίας δεν λέει τίποτα στον αγωνιζόμενο με την καθημερινότητα πολίτη. Η βάση της πολιτικής κάθε πολιτικού φορέα θα πρέπει να αποτελεί σίγουρα πεδίο ζυμώσεων όταν φθάσει ο καιρός. Η ουσιαστική ζύμωση όμως, πρέπει να γίνει –έπρεπε να έχει γίνει από καιρό- με την καθημερινότητα του πολίτη και την αδυναμία του να αντιληφθεί «γιατί φθάσαμε ως εδώ».

Ο τρόπος με το οποίο θα απαντηθεί με ειλικρίνεια αυτό το καθοριστικό ερώτημα και η στόχευση των λύσεων αποτελούν την ουσία της επιτυχίας κάθε νέου εγχειρήματος ή κάθε προσπάθειας προσδιορισμού ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας.  Άλλωστε, το πρώτο με το οποίο θα πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε είναι το γεγονός πως την περίοδο του μνημονίου ουσία δεν υπήρχαν θεωρητικές προεκτάσεις, αλλά μόνο η πρακτικότητα και αμεσότητα των μέτρων εξόδου από την κρίση. Όχι μέτρων μνημονίων. Μέτρων πρακτικότητας και ενεργοποίησης όλων των δομών της κοινωνίας.

Το κεντρικό αφήγημα κάθε φορέα που θέλει να βλέπει το πολιτικό μέλλον ως βάση διαμόρφωσης θετικής πολιτικής για την κοινωνία και τον τόπο πρέπει να είναι απαλλαγμένο από «τσιτάτα» και πολιτικές φιοριτούρες του παρελθόντος.
Πρέπει να μην διακατέχεται από την τάση κεκαλυμμένης παραπλάνησης του ψηφοφόρου με στόχο την εξουσία. Πρέπει να είναι ένα αφήγημα απλό και κατανοητό για να αγγίξει την βάση. Απλό και ειλικρινές για να δώσει το νέο στίγμα. Με ουσιαστικό πέρασμα στον «απογοητευμένο». Να αγγίξει την καθημερινότητα πολιτών, την εμπιστοσύνη των οποίων δικαιολογημένα χάθηκε στην πορεία των εξελίξεων.

Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας ως Έλληνες μετά την κρίση είναι να ξαναχτίσουμε τις δομές μας. Όχι μόνον οικονομικές και παραγωγικές. Κυρίως κοινωνικές .Άλλωστε, η ανασυγκρότηση ξεκινάει από την βάση.

Η ελληνική κοινωνία και η ελληνική οικονομία θα σταθούν στα πόδια τους και θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για μια ισχυρή παραγωγική βάση όταν απελευθερώσουμε τις δικές μας δημιουργικές δυνάμεις από όσα τις εγκλωβίζουν σήμερα. Και τίποτα δεν κρατάει τις δυνάμεις μας περισσότερο εγκλωβισμένες από το ίδιο το κράτος και τις διαχρονικές στρεβλότητες του πολιτικού συστήματος.

Ο μύθος των ξένων επενδύσεων που θα έρθουν όταν απαξιώσουμε την αξία των δυνατοτήτων των Ελλήνων είναι αποπροσανατολιστικός αφού κανένας δεν πρόκειται να εμπιστευτεί την ελληνική οικονομία αν δεν την εμπιστευτούμε πρώτα εμείς.Όταν οι πολίτες αποφασίσουν να απομακρυνθούν με την ψήφο τους από διαχρονικές πολιτικές μετριότητες της εξουσίας και εμπιστευθούν τον ειλικρινή προοδευτικο λόγο και πολιτική.

Η πραγματικότητα όμως είναι ότι κανένας πολιτικός χώρος ιστορικά δεν εξέφρασε συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο για μια κοινωνία που στέκεται περήφανα στα πόδια της, συμμετέχει ενεργά στην οικοδόμηση και πρόοδο μιας δίκαιης πολιτείας μέσα στην οποία ο καθένας μας εκφράζεται και δημιουργεί ελεύθερα με πραγματικό «προοδευτικό» πόσιμο. Αυτή η ιστορική πραγματικότητα, η δικαιωματική αυτή διεκδίκηση πρέπει να επανέλθει εκ νέου στο προσκήνιο.

** Άρθρο μου στην efsyn.gr στις 05/03/2020

Τουρκική αναθεώρηση: Ανάγκη οικονομικής επιβίωσης

Οι γενικότερες γεωπολιτικές αλλαγές δημιουργούν την ανάγκη κινήσεων της Τουρκικής κυβέρνησης με στόχο την με κάθε τρόπο διατήρηση του υφιστάμενου μοντέλου μίας ιδιόμορφης κοινωνικής ομογενοποίησης αλλά και ανάπτυξης της Τουρκίας. Οι εξελίξεις την υποχρεώνουν σε ακραίες αντιδράσεις προκειμένου να δημιουργηθούν διαπραγματευτικά ερείσματα στην υπό διαμόρφωση νέα πλατφόρμα του παγκόσμιου εμπορίου και όχι μόνον. Η διαφορετικότητα της αναπτυξιακής κουλτούρας που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια δύσκολα πλέον μπορεί να υποστηριχθεί. Εκτός αν μπορέσει να εγκολπώσει συγκριτικά πλεονεκτήματα μέσω απόκτησης ενεργειακών πηγών μέσα από μία προκλητικά διεκδικητική διεθνή στρατηγική αναθεωρητισμού. Αυτή ξεκινάει από την Ελλάδα, επεκτείνεται όμως σε Λιβύη, Υεμένη, Σομαλία και Ιράκ.

Η Τουρκία ακόμα έχει την δυνατότητα να ανταγωνισθεί χώρες χαμηλού παραγωγικού κόστους –όπως η Κίνα- όμως ο δρόμος αυτός δεν θα είναι βιώσιμος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η τροποποίηση του μοντέλου της παγκοσμιοποίησης όπως λειτουργούσε μέχρι σήμερα σε νέου τύπου υβριδικές συμφωνίες μικρού αριθμού παικτών είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αφανισμό της αναπτυξιακής δομής της. Με απρόβλεπτες συνέπειες στο εσωτερικό της.

Στα πλαίσια αυτά – με δεδομένο το χαμηλό επίπεδο του εργασιακού της δυναμικού του μοντέλου που επέλεξε να προάγει ο Ερντογάν – η διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης της γείτονας μπορεί να συντηρηθούν με ακραία παραγωγική πολιτική, όπως εξοπλιστικά – και όχι μόνον- προγράμματα στοχευμένα σε τρίτες φίλιες χώρες με κοινή φιλοσοφία και κουλτούρα. Ταυτόχρονα ακολουθείται μία βραχυπρόθεσμη πολιτική προώθησης χαμηλού κόστους προϊόντων υπό μορφή dumping με γνώμονα την πρόσκαιρη διατηρησιμότητα της πελατειακής βάσης με στόχο την εξοικονόμηση χρόνου για την όποια στρατηγική αναπροσαρμογή.

Η ανάγκη διατήρησης του νέου κοινωνικοοικονομικού μοντέλου των τελευταίων δέκα χρόνια και η προώθηση κοινωνικών ομάδων μίας ιδιαίτερης κρίσιμης μάζας δημιουργεί την «πάση θυσία» ανάγκη διατήρησής των στο προσκήνιο. Η ανάγκη αυτή διαμόρφωσε την πολιτική συνολικού αναθεωρητισμού της Εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Αυτός είναι και ο βασικό λόγος που η απρόβλεπτη στρατηγική της δεν ακολουθεί νόρμες συμμαχιών.

Η ανάπτυξη της Τουρκίας –αλλά και η βάση υποστήριξης του Ερντογάν -την τελευταία δεκαπενταετία εντοπίζεται στην εμφανή διαφοροποίηση τόσο της γεωγραφικής στόχευσης, όσο και της πολιτικοθρησκευτικής ατζέντας, καθώς η έμφαση δόθηκε στην ενίσχυση περιοχών εκτός ιστορικής επιρροής του συντηρητικού Κεμαλικού κατεστημένου. Η επιλογή της «Ανατολίας» σε σύγκριση με τα «Κεμαλικά» παράλια, εξυπηρέτησε την διάσταση αυτή. Σε αυτές τις περιοχές αναπτύχθηκε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και λειτουργίας του κράτους. Συλλογικό. Τουρκοκεντρικό.

Στα πλαίσια δε της «Ισλαμικής οικονομίας» βαπτίσθηκε το εγχείρημα ως «ηθικός καπιταλισμός», δίνοντας ταυτόχρονα μία διάσταση συνεκτικότητας και κοινού οράματος.Αλλά κυρίως συνεταιρισμού και αλληλοβοήθειας. Χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα σε κάθε χώρα που προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί από την βάση. Ή να διαμορφώσει μία νέα βάση κοινωνικής και οικονομικής κουλτούρας.

Κάθε αναπτυξιακός κύκλος όμως, με τα χαρακτηριστικά ανάπτυξης της Τουρκίας ακολουθείται από έντονη ύφεση ή κατά πολλούς από το σκάσιμο της «φούσκας». Η Τουρκία πέραν των γεωστρατηγικών της προβλημάτων λόγω Συρίας, βρίσκεται στο τέλος του αναπτυξιακού της κύκλου. Κατά συνέπεια, εύκολα γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι ανάγκη να δοθούν νέα «ερείσματα συνοχής» από τον Ερντογάν- έστω και αν δημιουργούν ιστορικές αμφισβητήσεις και ακραίες προκλήσεις- προκειμένου η γενιά που ανέδειξε να παραμείνει ισχυρή.

Αναλύοντας το αναπτυξιακό μοντέλο του Ερντογάν, αυτό σταδιακά μεταλλάχθηκε από υποστηριζόμενες οικογενειακές επιχειρήσεις σε ομίλους «ισλαμικής ταυτότητας» μετά το πραξικόπημα του 97’ και την αντίστοιχη οικονομική κρίση των Ασιατικών αγορών. Παρατηρούμε δηλαδή το φαινόμενο η αλληλουχία εξελίξεων/κρίσεων στην Τουρκία χρονικά να προσδιορίζουν το επόμενο βήμα μετάλλαξης της χώρας στα πλαίσια του προγραμματισμού του Ερτογκάν. Προσέγγισε δε τα θέματα μεθοδικά εκμεταλλευόμενος τις ιστορικές εξελίξεις αλλά και κρίσεις. Ο «τίγρεις της Ανατολίας» μέσα από την συνολική τους διασύνδεση μέσα από τον «Ισλαμικό Σύνδεσμο Επιχειρηματιών» ανέδειξαν μία νέα αστική τάξη σε απόσταση από το «Κεμαλικό κεφάλαιο».

 Τα βασικότερα «δομικά αντανακλαστικά» επάνω στα οποία αναδύθηκε η Τουρκία του Ερτογάν αναδεικνύουν εκείνα ακριβώς που αδυνατούμε να προωθήσουμε αποτελεσματικά ως χώρα: Α.Αναπτύχθηκαν νέες δομές επιχειρηματικότητας. Νέα τοπικά και περιφερειακά μοντέλα με βάση τις ιδιαιτερότητες των περιφερειών και την δυνατότητα στήριξης παράλληλων δομών όπως παιδεία και υγεία. Β. Δόθηκαν κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων Γ. Τα τοπικά Ισλαμικά συμβούλια έδρασαν με ρόλο τόσο στην επιχειρηματικότητα όσο και την ανάδειξη των ουσιαστικών δομών υποστήριξης της κοινωνίας όπως παιδεία και υγεία, ως βάση του «υγιούς καπιταλισμού» που προήγαγε το νέο καθεστώς. Δ. Το τραπεζικό σύστημα βοήθησε ουσιαστικά στην στήριξη συνεταιριστικών επιχειρήσεωναναπτύσσοντας σχέσεις μέσω ενός παράλληλου πλέγματος «ισλαμικής εμπιστοσύνης» που ενίσχυσε την ανάδειξη ομίλων με σφαιρική περιφερειακή ισχύ. Με λίγα λόγια δόθηκε σε μία δεκαπενταετία η ώθηση και στήριξη μίας νέας μορφής εκσυγχρονισμού με νέες δομές και δεσμούς.

Η αποτροπή του πραξικοπήματος στην Τουρκία ανέδειξε αυτήν ακριβώς την διάσταση της «επιτυχίας» Ερντογάν που ελάχιστα έχει αναλυθεί μέχρι σήμερα. Μία διάσταση που εδράζεται στο γεγονός της σύνδεσης της αποτυχίας του πραξικοπήματος με την νέα κοινωνική και οικονομική δομή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού που ο ίδιος ο Ερντογάν επέλεξε να αποτελέσει την βάση της δικής του «ενδιάμεσης» ισλαμικής φιλοσοφίας. Αυτή η νέα δομή βασισμένη στην αναβίωση «παραδοσιακών αξιών» δίνει σήμερα την δυνατότητα διαμόρφωσης ρητορικής αμφισβήτησης συνθηκών, συμφωνιών ακόμα και κανόνων διεθνούς δικαίου.

Η στρατηγική του Ερντογάν όμως, αναπτύχθηκε σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης όπως αυτές επικρατούσαν μέχρι πριν λίγα χρόνια. Σήμερα το πλαίσιο αυτό οδηγείται σε συνολική αναμόρφωση μέσω υβριδικών κρίσεων και διμερών εμπορικών και οικονομικών συμφωνιών. Σε αυτό το νέο περιβάλλον από οικονομικής άποψης η Τουρκία δεν μπορεί να επιβιώσει καθώς οι σχέσεις που έχει αναπτύξει, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό κινδυνεύουν να αφανισθούν από την λαίλαπα ενός γενικότερου παγκόσμιου αναθεωρητισμού. Η μόνη διέξοδος επιβίωσης είναι η – μέσω επιβολής ή άλλης μορφής εμπλοκή – δημιουργία ισλαμικών οικονομικών ζωνών προσαρμοσμένων στο δικό της οικονομικό μοντέλο. Κυρίως όμως, η ύπαρξη ενεργειακών πηγών προκειμένου να υποκαταστήσουν την σταδιακή μείωση της ανταγωνιστικότητας της Τουρκικής οικονομίας.

Μέσα από την οπτική μίας γεωπολιτικής «υβριδικών» ισορροπιών και οικονομικής ανάγνωσης των νέων δεδομένων, η ύπαρξη ενεργειακών πηγών αποτελεί ζήτημα γενικότερης επιβίωσης της Τουρκίας. Ειδικότερα δε πολιτικής επιβίωσης του Ερτογκάν και της κοινωνικοπολιτικής φιλοσοφίας του. Αυτός είναι και ο λόγος που κάποιας μορφής «εμπλοκή» θα πρέπει να αναμένεται ως το πιθανότερο σενάριο. Ίσως να αποτελεί πλέον και τον επιδιωκόμενο στόχο της, ως μονόδρομο σε ένα «παίγνιο» νέων ισορροπιών. Προέχει η Ελληνική Κυβέρνηση να κερδίσει χρόνο με στόχο την ανάπτυξη τόσο της διπλωματικής εκστρατείας, όσο και της ενίσχυσης του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων.

** Άρθρο μου στο protothema.gr στις 30/01/2020

Χρηματιστήριο: Ανάγκη δομικής αναμόρφωσης της φιλοσοφίας λειτουργίας του

Μετά από αρκετά χρόνια αδράνειας, κάποια σκάνδαλα (τύπου Folli Follie), αποχωρήσεις εταιριών από το ταμπλό του Χρηματιστηρίου και διαγραφές, προωθείται η διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου πλαισίου κανόνων Εταιρικής Διακυβέρνησης των εταιριών που είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αφορά. Το Χρηματιστήριο δηλαδή. Κάλιο αργά παρά ποτέ θα έλεγε ο καλόπιστος αναλυτής των εξελίξεων.

Παρά το γεγονός ότι οι καθυστερήσεις προέκυψαν ως αποτέλεσμα αδράνειας της προηγούμενης διοίκησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που είχε αναγάγει την καθυστέρηση και την αδυναμία λήψης αποφάσεων σε τέχνη, η σημερινή διοίκηση κινείται με στόχευση και ταχύτητα.  Ως  αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής υπήρξε η μέσω της «Συμβουλευτικής Επιτροπής» προώθηση σημαντικών θεμάτων με στόχο την προστασία των επενδυτών και την διασφάλιση της ανάδειξη της αξιοπιστία των λειτουργιών του Χρηματιστηρίου. Όμως μήπως είναι καιρός να σταματήσουμε να εστιάζουμε την κριτική μας σε θέματα θεσμικής λειτουργία και μόνον και να αντιμετωπίσουμε με ρεαλισμό την πραγματική διάσταση του προβλήματος του Χρηματιστηρίου; Ας μην εθελοτυφλούμε. Πρόβλημα υπάρχει παρά τις θεαματικές αποδόσεις για το 2019, τις εξαιρετικά επιτυχημένες εκδόσεις χρέους με την υποστήριξη θετικών αναφορών των οίκων αξιολόγησης.

Αν είναι να κάνουμε έναν απολογισμό για το 2019 όμως, και μία εκτίμηση για το 2020, θα πρέπει να επισημάνω πως δυστυχώς ο χρόνος τρέχει και αυτό που αντιμετωπιζόταν ως κανονικότητα κατά το πρόσφατο ακόμα παρελθόν, σήμερα κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ως αναχρονισμός.

Κατά συνέπεια, η ουσία παραμένει πως αν επιθυμεί το οικονομικό επιτελείο να δημιουργήσει ένα γενικότερο κλίμα διεύρυνσης όσων συμμετέχουν στις αναπτυξιακές οικονομικές δραστηριότητες σύμφωνα με το δόγμα του Πρωθυπουργού «ανάπτυξη για όλους»,  τότε πρέπει να αντιμετωπίσει την έννοια του επανασχεδιασμού του προϊόντος «χρηματιστήριο» (rebranding) με διαφορετική λογική από αυτή που επικοινωνιακά μόνον παρουσιάζεται μέχρι σήμερα. Άλλωστε, η αισιοδοξία του προέδρου του ΧΑ κ. Λαζαρίδη όπως αυτή εκφράσθηκε κατά την πρόσφατη κοπή της πίτας,  εμφανίζει μία μονότονη διαχρονικότητα που όμως μόνον ως λεκτική διατύπωση έχει παραμείνει.

Ο κ. Λαζαρίδης επεσήμανε ότι ο στόχος για την επόμενη χρονιά είναι η «άντληση σημαντικών κεφαλαίων από την κεφαλαιαγορά για την ενίσχυση των επιχειρήσεων και της οικονομίας». Εύλογα όμως γεννάται το εξής ερώτημα: Αρκεί αυτή η απλουστευμένη και μονοδιάστατη προσέγγιση του προέδρου του ΧΑ για να σηματοδοτήσει την αναγκαία νέα αναπτυξιακή λογική; Πως αναμένεται να διαχειρισθεί το γεγονός πως το χρηματιστήριο σήμερα δεν αποτελεί πλέον μοντέλο αναπτυξιακού πλουραλισμού, αλλά εργαλείο στήριξης ελάχιστων μόνον επιχειρήσεων; Ποια είναι η νέα αναπτυξιακή λογική του Χρηματιστηρίου κάτω από συνθήκες χρηματοδοτικής απραξίας των τραπεζών και μηδενικών επιτοκίων;

Με ποιο τρόπο εκτιμά ο κ. Λαζαρίδης πως θα συμβάλλει το χρηματιστήριο με την σημερινή του μορφή στην ανάπτυξη της οικονομίας όταν επί της ουσίας το 2019 απετέλεσε μία ακόμα χρονιά μείωσης των μετοχικών επενδυτικών επιλογών; Εκτός αν η διασύνδεση με οποιονδήποτε τρόπο με το Χρηματιστήριο του Ιράν για παράδειγμα εντάσσεται στην λογική αυτή. Όταν ο υπ Οικονομικών όμως αναφέρθηκε στο χρηματιστήριο ως παράγοντα ανάπτυξης ίσως δεν είχε την πλήρη εικόνα πως επί της ουσίας απέναντί σε μία φυγή εταιριών από το ΧΑ το 2019 δεν είχαμε ούτε μία νέα εισαγωγή; Ο αναγκαίος επανασχεδιασμός δεν θα πρέπει να βασίζεται στις όποιες εκτιμήσεις της διοίκησης του χρηματιστηρίου και του κυβερνητικού επιτελείου σε μία εύκολη βάση σύγκρισης της στατιστικής προσέγγιση της «άντλησης» κεφαλαίων από λίγες εταιρίες.  Αυτή είναι η εύκολη επικοινωνιακή οδός.

Εκτός αν κάποιοι αρκούνται στην δημιουργία της πλατφόρμας ενός εμβρυακού «χρηματιστήριου ενέργειας».  Ή επί της ουσίας επιθυμούν μέσω της διατήρησης μικρού αριθμού εταιριών την έμμεση χειραγώγηση της αγοράς αυτής και την ενίσχυση μόνον λίγων «εκλεκτών» εταιριών και των μετόχων τους. Θα γίνει άλλωστε πολύ γρήγορα αντιληπτό πως ελλείψει επιλογών τα κεφάλαια προς επένδυση –εγχώρια και διεθνή- αναγκαστικά θα στρέφονται προς τις περιορισμένες υφιστάμενες επιλογές συνθέτοντας μία νέα στρεβλότητα.

H ανάπτυξη της οικονομίας απαιτεί συνολικές και καινοτόμες προσεγγίσεις. Αν δε συνδυάσουμε την κρατούσα πεπατημένη λειτουργίας του χρηματιστηρίου ως απλά μία επιχείρηση που υποστήριζε κάποιους εισηγμένους εν μέσω κρίσης, με τις εξαγγελίες του Υπ. Οικονομικών για μία «γενικότερη αναδιανομή και αναδιάταξη της βάσης παραγωγής εισοδήματος σε συνδυασμό με την ενίσχυση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου», θα διαπιστώσουμε πως υπάρχει ένα σημαντικό χάσμα ως προς τον ρόλο του χρηματιστηρίου με την σημερινή του μορφή. Χάσμα μεταξύ πρόθεσης της Κυβέρνησης και της αναγκαίας κουλτούρας δυναμικής επανεκκίνησης του θεσμικού αυτού παράγοντα από πλευράς λειτουργών της «επιχείρησης χρηματιστήριο». Μπορεί η Κυβέρνηση να εντάσσει το Χρηματιστήριο σε ένα πιθανό αναπτυξιακό αφήγημα, αδυνατεί όμως να αντιληφθεί πως το προϊόν πάσχει και δεν θα είναι δυνατόν να συμμετάσχει ουσιαστικά σε μία συνολική ανάταξη της οικονομίας.

Με δεδομένο ότι οι τράπεζες θα μπορέσουν να υποστηρίξουν χρηματοδοτικά την ανάπτυξη μετά την πάροδο διετίας, εύλογα γεννάται το ερώτημα – με δόση υπερβολής- μήπως υπάρχουν σκέψεις για την διατήρηση ενός «ρηχού» χρηματιστηρίου μειωμένων δυνατοτήτων προκειμένου ή πιθανή άντληση κεφαλαίων μέσω αυτής της επενδυτικής οδού να μην λειτουργήσει ανταγωνιστικά στην επόμενη φάση λειτουργίας των τραπεζών. Μία τέτοια σκέψη βέβαια αποτελεί από μόνη της βάση μίας κουλτούρας προσέγγισης που ελπίζω να μην υφίσταται.

Οι κουλτούρες όμως, που είτε δεν υπάρχουν είτε έχουν διαμορφωθεί σε περιβάλλον αγκύλωσης τα τελευταία χρόνια δύσκολα αλλάζουν χωρίς ρίξεις και τομές. Ούτε βέβαια η θεσμοθέτηση κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης μετά από χρόνια είναι αρκετή για να επιδειχθεί η αναγκαία αυτή αλλαγή. Άλλωστε, οι αλλαγές πρέπει να είναι μόνιμου και όχι επικοινωνιακού χαρακτήρα. Εκτός αν το αφήγημα της ανάπτυξης προβλέπεται να αφορά μόνον τους μεγάλους παίκτες ως μία μη προοδευτική, μη καινοτόμο και μη πραγματικά αναπτυξιακή προσέγγιση.

**Άρθρο μου στο capital..gr στις 18/01/2020