Ας μιλήσει το DNA

   Οι ανακαλύψεις-αποκαλύψεις για τον τάφο τής Αμφίπολης, και τον σκελετό που βρέθηκε σε αυτόν, ανέβασαν το θέμα υψηλά στην ατζέντα των ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων, πόσο μάλλον στα ελληνικά μέσα, που πιθανόν να έφτασαν και σε σημείο υπερβολής (η υπερβολή σχετίζεται με τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων προς τους «ειδικούς» για το τί μπορεί ν’ αποκαλύψει το DNA). Ασχέτως εάν διαφωνώ με τον επικοινωνιακό χειρισμό τής υπόθεσης, σαν Έλληνας χαίρομαι που ακούγεται η χώρα μου στο εξωτερικό, με αφορμή μια καλή είδηση. Μία είδηση που δεν περιορίζεται γεωγραφικά, αλλά προκαλεί παγκόσμιο ενδιαφέρον.

  Δυο μέρες τώρα, που δημοσιοποιήθηκε το νέο εύρημα, η διαπίστωσή μου είναι πως τον κόσμο δεν τον αφορά το θέμα, ή δεν τον ενδιαφέρει στο βαθμό που θα τον ενδιέφερε άλλοτε (την αποκάλυψη ακολούθησε βέβαια η αυθόρμητη ελληνική αντίδραση με καυστικά ανέκδοτα για τον νεκρό).  Όσο στολισμένη κι εάν ήταν η είδηση, όλοι περίμεναν να τελειώσει, για ν’ ακούσουν τι θα περιλαμβάνεται τελικά στις 100 δόσεις. Ένα τόσο εξειδικευμένο θέμα, όσο κατάλληλα και να προβληθεί, δε μπορεί να σταθμιστεί με κάτι που αγγίζει, σχεδόν, το σύνολο τής κοινωνίας. Αρχαιολόγοι, συντηρητές έργων τέχνης, ειδικευμένοι αναστήλωσης μνημείων, και άλλες σχετικές ειδικότητες, απλώς συμπληρώνουν την είδηση. Οι πολίτες, αντιμέτωποι γι’ άλλη μια φορά με παλινωδία τής κυβέρνησης, λίγα καταλαβαίνουν από αυτά που ακούν, και τελικά δεν τους νοιάζει πότε θα ανακοινωθούν τ’ αποτελέσματα τής εξέτασης τού νεκρού.

  Αποδεικνύεται έτσι ο κανόνας τής ιστορίας. Σε περιόδους πολέμου δεν παράγεται, πόσο μάλλον, δεν εκτιμάται η τέχνη. Σε πόλεμο δε βρισκόμαστε, αλλά τα πρακτικά προβλήματα τής καθημερινότητας δεν αφήνουν την πολυτέλεια να επεξεργαστεί ο κόσμος κάτι που αφορά, προς το παρόν, μια μικρή ομάδα επιστημόνων (επιφυλάσσομαι και για το μέλλον, εάν δηλαδή θα αξιοποιηθεί η Αμφίπολη όπως πρέπει, τουριστικά και επιχειρηματικά, προς όφελος τής περιοχής και τής Ελλάδας γενικότερα). Και, επειδή πλησιάζει η επέτειος τού Πολυτεχνείου, υπενθυμίζω πως όποια μορφή τέχνης παρήχθη κατά τη διάρκεια τής επταετίας, αποτιμήθηκε μετά από αυτήν. Πλην των δημοσιογράφων και των διαδικτυακών μέσων, όσοι ενδιαφέρθηκαν, ή εξέφρασαν άποψη και αγωνία για τον τύμβο, ανήκουν σε μια κατηγορία πολιτών που έχουν εξασφαλίσει τα αναγκαία, και όχι μόνο, κι έχουν το περιθώριο ν΄ασχοληθούν και να προβληματιστούν με κάτι επιπλέον.

  Είναι κρίμα να πέφτει το ανάθεμα στο νεκρό τής Αμφίπολης -μπορεί να υπάρξουν κι άλλοι φημολογείται-, επειδή δεν υπάρχει η διάθεση και ο ενθουσιασμός για την εξέλιξη μιας σημαντικής ανακάλυψης. (Δε μ’ άρεσε π.χ. το σχόλιο τηλεθεατή σε πρωινή ενημέρωση, ο οποίος έγραψε «μας ζαλίσατε με το νεκρό και τους τάφους, πείτε μας τι θα πληρώσουμε…»συνεχίζοντας το μήνυμά του στο ίδιο ύφος. Δε μ’ άρεσε, αλλά ταυτόχρονα δε μπορώ να μην τον δικαιολογήσω, γιατί απλούστατα, ό, τι κι αν αποκαλύψει το DNA, δε θα βελτιώσει απολύτως σε τίποτα την καθημερινότητά του.)

  Επομένως χρειάζεται ιεράρχηση των πραγμάτων. Υπάρχει η ανάγκη τής καλής είδησης, αρκεί αυτή να αφορά το σύνολο. Διαφορετικά οι εμπλεκόμενοι καταντούν γραφικοί και γίνονται αντικείμενο χλεύης. Ο σοφός λαός μας (εύχομαι ν’ αποδεικνύει συνεχώς τη σοφία του) λέει πως το «νηστικό αρκούδι δε χορεύει». Αντίστοιχο νόημα έχει και η γνωστή φράση της Αντουανέτας για το περίφημο πεντεσπάνι. Κατά τον ίδιο τρόπο, σήμερα, παρατηρείται ένας «νηστικός» λαός να παρακολουθεί «Αντουανέτες», που του εξηγούν μια δυσνόητη ορολογία, η οποία λίγο τον ενδιαφέρει. Και, κατά τη γνώμη μου, το άδικο είναι πως αυτές οι «Αντουανέτες» -άθελά τους θα πω καλοπροαίρετα- προκαλούν τελικά τον υποβιβασμό και την αποστροφή τού κόσμου προς ένα, ομολογουμένως, σπουδαίο μνημείο.